εὐπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσωπος Medium diacritics: εὐπρόσωπος Low diacritics: ευπρόσωπος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: euprósōpos Transliteration B: euprosōpos Transliteration C: efprosopos Beta Code: eu)pro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A fair of face, Cratin.304, Anaxandr.9.5; μειράκιον Ar.Pl.976, cf. Ra.412 (lyr.), X.Mem.1.3.10 (Sup.); with glad countenance, S.Aj.1009; comice, λοπάς Eub.44.1.    2 metaph., fair in outward show, specious, ὑπεκρίναντο . . εὐπρόσωπα Hdt.7.168; οὐκ εὐ. φροιμίοις E.Ph.1336; λόγους εὐ. καὶ μύθους D.18.149; εὐ. ἡ τοιαύτη νομοθεσία Arist.Pol.1263b15: Comp., Aristid.1.429J. Adv. -πως Philostr.VS1.18.4, Aristaenet.1.9, Jul.Or.7.224b.    3 perh. possessing legal personality, Antig. ap. Plu.2.458f (with pun on signf.1).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσωπος: -ον, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 29· μειράκιον Ἀριστοφ. Πλ. 976, πρβλ. Βατρ. 410, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 10· μετὰ φαιδροῦ προσώπου, δέξαιτ’ ἄν εὐπρόσωπος ἵλεώς τ’ ἴσως χωροῦντ’ ἄνευ σοῦ Σοφ. Αἴ. 1009. 2) μεταφ., καλῶς κατ’ ἐπιφάνειαν, ὑπεκρίναντο μὲν οὕτω εὐπρόσωπα. ἀπεκρίναντο μὲν οὕτω κατ’ ἐπιφάνειαν καλῶς, Ἡρόδ. 7. 168· οὐκ εὐπρ. φροιμίοις Εὐριπ. Φοίν. 1336· λόγους εὐπρ. καὶ μύθους 277. 6· εὐπρ. ἡ τοιαύτη νομοθεσία Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 11. - Ἐπίρρ. -πως, Φιλόστρ. 510.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 au beau visage;
2 au visage riant;
3 spécieux.
Étymologie: εὖ, πρόσωπον.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσωπος, -ον)
1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ευπαρουσίαστος («ὁ νεανίσκος οὐκ εὐπρόσωπος», Πλάτ.)
2. ευχάριστος στην εμφάνιση, ικανοποιητικός στην παρουσίαση (α. «ευπρόσωπο μάθημα» β. «ευπρόσωπη παράσταση»)
αρχ.
1. αυτός που έχει φαιδρό, γελαστό πρόσωπο
2. ο φαινομενικά καλός, προσποιητός, πλαστός
3. αυτός που έχει νομική υπόσταση.
επίρρ...
ευπροσώπως (Α εὐπροσώπως)
νεοελλ.
με ευπρόσωπο τρόπο, με αξιοπρέπεια
μσν.-αρχ.
προσποιητά, με τρόπο επιφανειακά καλό
αρχ.
1. με φιλικό τρόπο, φιλικά
2. με ορθό, ταιριαστό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -προσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α-πρόσωπος, δι-πρόσωπος.

Greek Monotonic

εὐπρόσωπος: -ον (πρόσωπον),·
1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, σε Αριστοφ., Ξεν.· με χαρούμενη όψη, φαιδρή έκφραση προσώπου, σε Σοφ.
2. μεταφ., καλός επιφανειακά, κατ' επίφαση ορθός, απατηλός, αληθοφανής, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπρόσωπος: 1) красивый (лицом), миловидный (μειράκιον Arph.; νεανίσκος Plat.);
2) красивый, изящный (ἐπίθετα Plut.);
3) досл. с радостным лицом, перен. радостный, приветливый (φροίμια Eur.): ἦ πού με δέξαιτ᾽ ἂν εὐ.; Soph. радостно ли он примет меня?;
4) (с виду) благопристойный, приличный (λόγοι Dem.; νομοθεσία Arst.): ὑπεκρίναντο οὕτω εὐπρόσωπα Her. таков был внешне корректный ответ (керкирян).