πυρρίχη
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
[ῐ] (sc. ὄρχησις), ἡ,
A war-dance, Ar.Ra.153, X.An.6.1.12, Pl.Lg.816b; called from one Πύρριχος the inventor, acc. to Aristox. Fr.Hist.46, Str.10.3.8, 10.4.16; but acc. to Arist.Fr.519, from its being first used at the funeral of Patroclus (from πυρά); as a prizecontest, CIG2758 IV (Aphrodisias), 3089 (Teos). 2 generally, δειναὶ π. strange contortions, E.Andr.1135: prov., πυρρίχην βλέπειν 'to look daggers', Ar.Av.1169.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρίχη: [ῐ] (ἐξυπακ. ὄρχησις), ἡ, εἶδος πολεμικῆς ὀρχήσεως (πρβλ. ἐμμέλεια), Ἀριστοφ. Βάτρ. 153, Ξενοφ. Ἀν. 6. 1, 12, Πλάτ. Νόμ. 816Β· ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τοῦ ὀνόματος Πύρριχος ὡς ἐκαλεῖτο ὁ ἐπινοήσας αὐτήν, κατὰ τὸν Ἀριστόξενον παρ’ Ἀθην. 630D, Στράβ. 467, πρβλ. 480· ἢ κατὰ τὸν Ἀριστ. (Ἀποσπάσ.), ἐπειδὴ κατὰ πρῶτον ἐγένετο χρῆσις τῆς ὀρχήσεως ταύτης κατὰ τὴν ταφὴν τοῦ Πατρόκλου (ἐκ τοῦ πυρά)· μνημονεύεται δὲ ὡς ἅμιλλα περὶ βραβείου, Συλ. Ἐπιγρ. 2758 iv, v., 3089, -90· πρβλ. πρύλις. 2) καθόλου, δειναὶ π., παράδοξοι συστροφαὶ τοῦ σώματος, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1135· - παροιμ., πυρρίχην βλέπειν, ἔνοπλον καὶ πολεμικόν τι βλέπειν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1169. Πρβλ. πυρίχη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pyrrhique, danse de guerre.
Étymologie: DELG πυρρός.
Greek Monolingual
ἡ, ΝΑ, και πυρίχη Α
ο πυρρίχιος χορός
αρχ.
1. φρ. «δειναὶ πυρρίχαι» — παράδοξες συστροφές του σώματος
2. παροιμ. φρ. «πυρρίχην βλέπω» — κοιτώ με άγριο βλέμμα, με μίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. πύρριχος. Ο τ. πυρίχη είναι ποιητ.].
Greek Monotonic
πυρρίχη: [ῐ] (ενν. ὄρχησις), ἡ,
1. είδος πολεμικής ορχήσεως, σε Αριστοφ., Ξεν.· το όνομα έχει αποδοθεί στον Πύρριχο (Πύρριχος) που την επινόησε·
2. γενικά, δειναὶ π., οι παράδοξες συστροφές του σώματος, σε Ευρ.· — παροιμ., πυρρίχην βλέπειν, «βλέπω κάτι πολεμικό ή ένοπλο», σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πυρρίχη: редко Anth. πυρίχη (ῐ) ἡ
1) (sc. ὄρχησις) пирриха (военная пляска дорического происхождения) Eur., Xen., Plat., Arst.: πυρρίχην βλέπειν Arph. воинственно смотреть;
2) pl. прыжки или извороты (δειναὶ πυρρίχαι Arph.).