κύπελλον

From LSJ
Revision as of 08:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπελλον Medium diacritics: κύπελλον Low diacritics: κύπελλον Capitals: ΚΥΠΕΛΛΟΝ
Transliteration A: kýpellon Transliteration B: kypellon Transliteration C: kypellon Beta Code: ku/pellon

English (LSJ)

[ῠ], τό, (

   A ἀτὸ τῆς κυφότητος Ath.11.482e) big-bellied drinking-vessel, beaker, goblet, freq. in Hom., χρύσεια κύπελλα Il.3.248; κύπελλα οἴνου 4.345; κύπελλα καὶ μεσομφάλους Ion Trag.20 (lyr.); also of a milk-vessel, Q.S.6.345.    II at Syracuse, in pl., fragments of bread left on table, Philet. ap. Ath.11.483a.

German (Pape)

[Seite 1534] τό (eigtl. dim. von κύπη), eine Art Becher, Pokal, ohne Henkel, noch Hesych.; vgl. Ath. XI c. 65 p. 482 e ff., der es von κυφός ableitet; Il. 1, 596; χρύσεια, 3, 248 u. öfter; κύπελλα οἴνου πινέμεναι, ib. 345 u. öfter; Ion bei Ath. XI, 501 f u. sp. D.; Milchgefäß, Qu. Sm. 6, 345. – Nach Ath. XI, 483 a bei den Syrakusiern τὰ τῆς μάζης καὶ τῶν ἄρτων ἐπὶ τῆς τραπέζης καταλείμματα.

Greek (Liddell-Scott)

κύπελλον: ῠ, τό, (ἴδε κύμβη Α) ἀγγεῖον πρὸς πόσιν ἔχον εὐρεῖαν κοιλίαν, ποτήριον, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς τὸ δέπας, σκύφος, πρβλ. Ἀθήν. 501F, κατεσκευασμένον ἐκ μετάλλου, χρύσεια κύπελλα Ἰλ. Γ. 248, κτλ.· κύπελλα οἴνου Δ. 345· ἀγγεῖον γάλακτος, Κόϊντ. Σμυρ. 6. 345· ― ὡσαύτως, Ἴων. παρ’ Ἀθην. 301F· ― πρβλ. ἀμφικύπελλος. ΙΙ. ἐν Συρακούσαις, κατὰ πληθ. τὰ τεμάχια τοῦ ἄρτου τὰ καταλειφθέντα ἐπὶ τῆς τραπέζης Φιλητ. παρ’ Ἀθην. 483Α.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase à boire.
Étymologie: DELG cf. lat. cupa « cuve », skr. kupa « fosse », κυφός avec ῡ.

English (Autenrieth)

drinking-cup, goblet, Il. 24.305, cf. 285, Il. 9.670.

Greek Monotonic

κύπελλον: [ῠ], τό, δοχείο με μεγάλη κοιλιά που χρησιμεύει στην πόση, ποτήρι, κύπελλο, κούπα, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κύπελλον: (ῠ) τό чаша, кубок (οἴνου Hom.).