πολύδακρυς

From LSJ
Revision as of 11:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδακρῠς Medium diacritics: πολύδακρυς Low diacritics: πολύδακρυς Capitals: ΠΟΛΥΔΑΚΡΥΣ
Transliteration A: polýdakrys Transliteration B: polydakrys Transliteration C: polydakrys Beta Code: polu/dakrus

English (LSJ)

ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ)

   A of or with many tears: hence,    I muchwept, lamented, Ἄρης, πόλεμος, ὑσμίνη, Il.3.132,165,17.544; μῆτις B. 15.24; Ἴτνς Ar.Av.212 (anap.); tearful, ἰαχά, γόος, A.Pers.940 (lyr.), Ch.449 (lyr.); π. ἁδονά E.El.126 (lyr.).    II of persons, much-weeping, Id.Ph.366, Supp.Epigr.4.719 (Bithynia).

German (Pape)

[Seite 661] υος, von oder mit vielen Thränen, viel Thränen verursachend, sehr beweinenswerth; Ἄρης, Kampf, Il. 3, 132, wie πόλεμος, ib. 165 u. öfter; ὑσμίνη, 17, 544; ἰαχά, Aesch. Pers. 902; Luc. Halc. 1, – aber auch wie das Folgde, γόος, thränenreich, Aesch. Ch. 442, ἡδονή, Eur. El. 126.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδακρῠς: -ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ) ὁ ἔχων πολλὰ δάκρυα, ὁ μετὰ πολλῶν δακρύων· ὅθεν, Ι. δι’ ὃν πολλὰ δάκρυα χύνονται, θλιβερός, λυπηρός, Ἄρης, πόλεμος, ὑσμίνη Ἰλ. Γ. 132, 165, Ρ. 544· ἰαχή, γόος Αἰσχύλ. Πέρσ. 939, Χο. 449· π. ἡδονὴ Εὐρ. Ἠλ. 126. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ πολὺ δακρύων, κλαίων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 366, Ἀριστοφ. Ὄρν. 212.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
1 qui fait verser ou qui provoque des larmes abondantes;
2 accompagné de larmes abondantes (cri, gémissement).
Étymologie: πολύς, δάκρυ.

English (Autenrieth)

and πολυδάκρυος: of many tears, tearful, deplorable, epith. of war, battle, etc., Il. 17.192.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ
1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ.
β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.)
2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος θρήνους, θρηνητικός (α. «χέουσα πολύδακρυν γόον κεκρυμμένον», Αισχύλ.
β. «ἄναγε πολύδακρυν ἁδονάν», Ευρ.)
3. (για πρόσ.) αυτός που κλαίει πολύ, που δακρύζει πολύ, ο πνιγμένος στα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάκρυ (πρβλ. βαρύ-δακρυς/ βαρυ-δάκρυος)].

Greek Monotonic

πολύδακρῠς: -ῠος, ὁ, ἡ (δάκρυ), αυτός που έχει ή συνοδεύεται με πολλά δάκρυα· απ' όπου,
I. πολύδακρυς, γεμάτος δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, κλαψιάρης, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πολύδᾰκρυς: υος adj.
1) многослезный, исторгающий много слез (πόλεμος Hom.);
2) сопровождаемый потоками слез (γόος Aesch.);
3) проливающий потоки слез, горько плачущий Eur., Arph.