δυσκίνητος
English (LSJ)
ον,
A hard to move, Pl.Ti.56a, Ph.2.227 (Comp.), Thphr.Vent.35 (Sup.); πλοῖα Plb.1.22.3. Adv. -τως, ἔχειν πρὸς τοὺς ἀνέμους Arist.Cael.294b17. II in mental relations, δ. πρὸς τοὺς φόβους Pl.R.503d; δ. ὑπὸ ὀργῆς Arist.VV1250a5; δ. ποιεῖν τὴν διάνοιαν Id.PA686a30; ἕξις -οτέρα διαθέσεως Id.Cat.9a10; τὸ -ον obstinacy, Phld.Lib.p.55 O.; of language, clumsiness, τὸ ἄσχημον καὶ δ. Id.Po.994.35. Adv. -τως καὶ δυσμαθῶς ἔχειν Pl.R.503d. 2 firm, resolute, Plu. Thes.36; inexorable, Ἅιδης AP7.221. 3 impervious to motion, of the soul, Plot.1.4.8.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu bewegen, unbeweglich; γᾶ Plat. Locr. 98 c; Tim. 56 a; σκώληκες, langsam sich bewegend, Arist. H. A. 5, 19; πλοῖα Pol. 1, 22; neben μόνιμος, fest, beständig, Plut. Thes. 36 u. öfter; – daher = unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 660 (VII. 221); – vom Geiste, langsam, δυσκινήτως καὶ δυσμαθῶς ἔχειν Plat. Rep. VI, 503 d.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκίνητος: [ῑ], -ον, δυσκόλως κινούμενος, Πλάτ. Τιμ. 56Α, κτλ. ΙΙ. βραδύς, δ. πρὸς τοὺς φόβους, ὁ αὐτ. Πολ. 503D· δ. ὑπὸ ὀργῆς Ἀριστ. π. Ἀρετ. 2. 1· δ. ποιεῖν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ., δυσκινήτως καὶ ἀμαθῶς ἔχειν Πλάτ. Πολ. 503D. 2) σταθερός, ἀποφασιστικός, Πλούτ. Θησ. 36· καί, ἀνεξιλέωτος, ᾍδης Ἀνθ. Π. 7. 221.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. difficile à mouvoir;
II. fig. 1 qui ne se laisse pas émouvoir;
2 lent ou pesant (d’esprit);
3 ferme, résolu.
Étymologie: δυσ-, κινέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσκίνητος, -ον)
1. αυτός που κινείται με δυσκολία, βραδυκίνητος
2. (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολα
μσν.
(για χρόνο) δύσκολος
αρχ.
1. σταθερός, αμετάβλητος
2. (για ψυχή) ασυγκίνητος
3. αμείλικτος, σκληρός
4. το ουδ. ως ουσ. το δυσκίνητον
α) σταθερότητα
β) (για τη γλώσσα) έλλειψη ευκαμψίας.
Greek Monotonic
δυσκίνητος: -ον (κῑνέω), δύσκολος στο να μετακινηθεί, αργοκίνητος, σε Πλάτ.· αμετακίνητος, σταθερός, αποφασιστικός, σε Πλούτ.· αδυσώπητος, αμείλικτος, σκληρός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσκίνητος: дор. δυσκίνᾱτος 2 (ῑ)
1) с трудом двигающийся, малоподвижный, медлительный (γᾶ Plat.; καμπή Arst.; πλοῖα Polyb.; στρατιά Plut.);
2) перен. неповоротливый, вялый (διάνοια Arst.);
3) устойчивый, незыблемый (μόνιμος καὶ δ. Plut.);
4) непреклонный, неумолимый (Ἃιδης Anth.);
5) несклонный (πρὸς τοὺς φόβους Plat.; πρὸς γέλωτα Plut.): δ. ὑπὸ ὀργῆς Arph. не подверженный гневу.