ὑπεκδύομαι

From LSJ
Revision as of 15:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκδύομαι Medium diacritics: ὑπεκδύομαι Low diacritics: υπεκδύομαι Capitals: ΥΠΕΚΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hypekdýomai Transliteration B: hypekdyomai Transliteration C: ypekdyomai Beta Code: u(pekdu/omai

English (LSJ)

Med., with aor. 2 and pf. Act.,

   A slip out of, escape, c. acc., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν E. Cyc.347, cf. Plu.2.170f, Opp.H.3.384, etc.: metaph., ὑπεκδυόμενοι τὴν Στοάν Phld.Sto.Herc.339.13: also c. gen., Plu.Dem.9: abs., ὑπεκδύς having slipped out, Hdt.1.10, Plu.Arat.9, etc.; ὑπεκδέδυκα δεῦρ' ἔξω λάθρᾳ Men.Epit.483.—An Act. impf. ὑπεξέδυνε in Babr.4.4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ.· ὑπεκφεύγω, μετ’ αἰτ., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε Εὐρ. Κύκλ. 347, πρβλ. Πλούτ. 2. 170F, κλπ.· ὡσαύτως μετὰ γεν., ὑπεκδῦναι τῆς πανηγύρεως Πλουτ. Δημ. 9· τοῦτον τὸν τρόπον ὑπεκδύομαι Ὁππ. Ἁλ. 3, 569· ἀπολ., ὑπεκδύς, ὑπεκφυγών, Ἡρόδ. 1. 10, Πλουτ. Ἄρατ. 9, κλπ.· ― Φέρεται ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεκδύνω, ὑπεξέδυνε δικτύου πολυτρήτου Βάβρ. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπεκδύσομαι, ao.2 ὑπεξέδυν;
se dégager ou s’échapper secrètement : τῆς πανηγύρεως PLUT de l’assemblée générale.
Étymologie: ὑπό, ἐκδύομαι.

Greek Monolingual

και μτγ
ενεργ. τ. ὑπεκδύνω Α
υπεκφεύγω, αποφεύγω επιτήδεια («πόνους... Τρωικοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκδύομαι «γδύνομαι, διαφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, υπεκφεύγω, δραπετεύω, το σκάω, με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., σε Πλούτ.· απόλ., ὑπεκδύς, αυτός που έχει ξεφύγει, υπεκφύγει, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκδύομαι: (aor. 2 ὑπεξέδυν) тайно уходить, убегать, ускользать (τι Eur., Plat. и τινος Plut.): ὑπεκδὺς καὶ ἀποδρὰς ἐκ τῆς πόλεως Plut. тайно бежав из города.