ἄδεσμος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον,
A unfettered, unbound, ἄ. φυλακή, Lat. libera custodia, 'parole', Th.3.34, D.H.1.83, etc.; βαλλάντια ἄ. open purses, Plu.2.503c; δεσμὸν ἄδεσμον φυλλάδος, of suppliant's wreath, E. Supp.32; unbandaged, Gal.18(2).505.
German (Pape)
[Seite 33] ungefesselt, φυλακή, freie Hast, Thuc. 3, 34; Dion. H. 1, 83, u. sonst; auch δεσμὸς ἄδ., Eur. Suppl. 43, die keine Fessel ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδεσμος: -ον, ὁ ἄνευ δεσμῶν, ἀδέσμευτος, ἄδ. φυλακή, λατ. libera custodia, ἐπὶ λόγῳ τιμῆς, Θουκ. 3. 34. Διον. Ἁλ. 1. 83, κτλ.· βαλλάντια ἄδ. ἀνοικτὰ βαλ. Πλούτ. 2. 503D· δεσμὸν ἄδ. φυλλάδος, δηλ. οἱ τῆς ἱκετηρίας στέφανοι, οἱ ὁποῖοι ἐκρέμαντο περὶ αὐτήν, Ἕρμαν. εἰς Εὐρ. Ἱκ. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans lien : ἄδεσμος φυλακή THC captivité (sous bonne garde, mais) sans fers ni prison ; ἄδεσμα βαλλάντια PLUT bourse ouverte.
Étymologie: ἀ, δεσμός.
Spanish (DGE)
-ον
1 suelto, no atado ἀ. φυλακή prisión sin cadenas Th.3.34, cf. Fabius Pictor 4b.83.2, D.C.47.23.2, ἐν φρουραῖς ἀδέσμοις D.C.Epit.9.30.9, βαλλάντια ἄ. bolsas sin ataduras Plu.2.503c
•fig. δεσμὸν δ' ἄδεσμον τόνδ' ἔχουσα φυλλάδος teniendo esta ligadura del follaje (ref. a las ramas de las suplicantes) que no es ligadura E.Supp.32.
2 no vendado Gal.18(2).505.
Greek Monotonic
ἄδεσμος: -ον, αδέσμευτος, ελεύθερος· ἄδεσμος φυλακή, Λατ. libera custodia, ο δικός μας «λόγος τιμής», σε Θουκ. κ.λπ.· δεσμὸς ἄδεσμος, συναρμογή ασύνδετη, χωρίς δέσιμο, λέγεται για το στεφάνι των ικετών, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδεσμος: 1) не связанный, нескованный: ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ ἔχειν τινά Thuc. держать кого-л. под арестом, но без оков; βαλάντιον ἄδεσμον Plut. незавязанный кошель, перен. неумеренная щедрость;
2) сковывающий: δεσμὸς ἄ. Eur. не сковывающие, т. е. добровольно наложенные на себя оковы.