γλουτός

From LSJ
Revision as of 18:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλουτός Medium diacritics: γλουτός Low diacritics: γλουτός Capitals: ΓΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: gloutós Transliteration B: gloutos Transliteration C: gloutos Beta Code: glouto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A buttock, γ. δεξιός Il.5.66, cf. Hp.Fract.13, Arist.HA 493a23: pl., Il.8.340, Hdt.4.9: dual, τὼ γλουτώ X.Eq.7.2: heterocl. pl., γλουτά, τά, Sch.Theoc.6.30.    II = σφαίρωμα τῆς κοτύλης, Hsch. (Cf. Skt. glaús 'round lump', Engl. clot.)

Greek (Liddell-Scott)

γλουτός: ὁ, (ἴδε κλόνις) ὁ πρωκτός, Ἰλ. Ε. 66, Ἱππ. Ἀγμ. 761, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 13, 2., 14. 1·- πληθ., τὰ ὀπίσθια, ἐφ’ ὧν καθεζόμεθα, Λατ. nates, Ἰλ. Θ. 340, Ἡρόδ. 4. 9·-παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον πυγή.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
le derrière ; οἱ γλουτοί les fesses.
Étymologie: DELG pas de mot. i.-e. pour désigner cette partie du corps ; métaph. pop. suggérant la rondeur.

English (Autenrieth)

rump, buttock, Il. 5.66, Il. 8.340. (Il.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 glúteo, nalga, Il.5.66, Hp.Fract.13, Arist.HA 493a23, Vett.Val.393.8, Q.S.6.401
frec. en plu. Hdt.4.9, Luc.Am.14, I.AI 15.374, D.C.43.23.2, 62.2.4, Nonn.Par.Eu.Io.21.40
de anim. grupa op. ἰσχία Il.8.340, cf. Triph.81, Vett.Val.105.17, Thdt.H.Rel.18.1
en dual X.Eq.7.2.
2 anat. trocánter mayor apófisis externa del fémur, Gal.2.773, cf. Hsch.

• Etimología: De la r. *gelH1- en grado ø/P como aaa. kliuwa ‘bola’, que c. otros grados vocálicos da ai. glau- ‘bola’, gr. γίγγλυμος, etc.

Greek Monolingual

ο (AM γλουτός)
μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο κάτω άκρο της ράχης, επάνω στις οποίες καθόμαστε
νεοελλ.
ναυτ. γλουτοί, οι
τα καμπύλα μέρη της πρύμνης του πλοίου πάνω από την ίσαλο γραμμή
αρχ.
πληθ. γλουτοί, οἱ και ουδ. γλουτά, τά
αρθρικές κοιλότητες οστών στις οποίες εφαρμόζονται τα σφαιροειδή άκρα άλλων οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ελλ. γλουτός όσο και άλλες ινδοευρ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται (πρβλ. σλοβεν. gluta, gluta [πιθ. < glout-] «όγκος, οίδημα», αγγλοσαξ. clūd [πιθ. < glūt-] «όγκος από πέτρα, βράχος» κ.ά.) δήλωναν αρχικά την έννοια του «στρογγυλός». Ίσως υπάρχει σχέση και με αρχ. ινδ. glau- «σωρός, βώλος», εξαιτίας του οποίου έχει υποτεθεί υστερογενής προέλευση του οδοντικού επιθήματος στην Ελληνική (πρβλ. χρώς, -τός). Για τον σχηματισμό πρβλ. και το συνών. πρωκτός.

Greek Monotonic

γλουτός: ὁ, οπίσθια, «καπούλια», πρωκτός, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., τα οπίσθια, Λατ. nates, στον ίδ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

γλουτός:1) ягодица (δεξιός Hom.);
2) тж. pl. зад Hom., Her., Arst., Plut.