ἐκκοκκίζω

From LSJ
Revision as of 19:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκοκκίζω Medium diacritics: ἐκκοκκίζω Low diacritics: εκκοκκίζω Capitals: ΕΚΚΟΚΚΙΖΩ
Transliteration A: ekkokkízō Transliteration B: ekkokkizō Transliteration C: ekkokkizo Beta Code: e)kkokki/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ Ar.Lys.364 :—

   A take out kernels or seeds, e.g. from pomegranates, Apollon. ap. Gal.12.649 : hence metaph., οὐσίδιον..ἐξεκόκκισα Nicom.Com.3 ; ἐ. σφυρόν put out one's ankle, Ar.Ach.1179 ; ἐ. τὰς τρίχας pluck out the hair, Id.Lys.448 ; ἐ. τὸ γῆρας drive away old age, ib.364 ; ἐ. τὰς πόλεις sack, gut the cities, Id.Pax63.

German (Pape)

[Seite 764] auskernen; kom. τὰς πόλεις Ar. Pax 63, Schol. ἐρημόω; τὸ γῆρας, τρίχας, Lys. 364. 448, ausraufen; σφυρόν, den Knöchel ausrenken, Ach. 1142; τὸ οὐσίδιον, ὥσπερ ᾠόν τις ῥοφῶν, durchbringen, Nicom. bei Ath. II, 58 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκοκκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ. ἀφαιρῶ τὸν πυρῆνα, «κουκοῦτσι», μεταφ., οὐσίδιον... ἐξεκόκκισα Νικόμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐκκ. σφυρόν, ἐξαρθροῦν τὸ σφυρόν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179· ἐκκ. τὰς τρίχας, ἐκριζοῦν τὰς τρίχας, Ἀριστοφ. Λυσ. 448· ἐκκ. τὸ γῆρας, ἐκδιώκειν τὸ γῆρας, αὐτόθι 364· ἐκκ. τὰς πόλεις, ἐκπορθεῖν, διαρπάζειν, ὁ αὐτ. Εἰρ. 63. ― Πρβλ. ἐκγιγαρτίζω.

French (Bailly abrégé)

ôter le noyau ou la graine ; fig. dilapider (son bien) ; arracher, détruire ; saccager (une ville).
Étymologie: ἐκ, κόκκος.

Spanish (DGE)

I concr. sacar las semillas, desgranar ῥοιὰν ... γλυκεῖαν ... ἐκκόκκισον Apollon. en Gal.12.649.
II fig.
1 sacar completamente θενών σου 'κκοκκιῶ τὸ γῆρας te sacaré el pellejo a golpes Ar.Lys.364
vaciar λήσεις σεαυτὸν τὰς πόλεις ἐκκοκκίσας sin darte cuenta vas a vaciar nuestras ciudades Ar.Pax 63.
2 dilapidar οὐσίδιον ... κἀξεκόκκισα ἐν μησὶν ὀλίγοις Nicom.Com.3.
3 torcerse, dislocarse τὸ σφυρὸν ... ἐξεκόκκισεν Ar.Ach.1179.

Greek Monolingual

και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω)
βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούς
αρχ.
1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω
2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω
3. ξεριζώνω
4. κυριεύω, διαρπάζω
5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» — διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες.

Greek Monotonic

ἐκκοκκίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, αφαιρώ τον πυρήνα, το κουκούτσι, ξεσποριάζω· μεταφ., ἐκκ. σφυρόν, εξαρθρώνω τον αστράγαλό μου, σε Αριστοφ.· ἐκκ. τὰς πόλεις, λεηλατώ, ερημώνω πόλεις, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκοκκίζω: досл. удалять зерно, перен.
1) вырывать (τρίχας Arph.);
2) вывихивать (σφυρόν Arph.);
3) разорять, опустошать (πόλεις Arph.);
4) уничтожать: ἐ. τὸ γῆράς τινος Arph. не дать кому-л. состариться, т. е. убить кого-л.