ἐπισπαστήρ

From LSJ
Revision as of 20:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπαστήρ Medium diacritics: ἐπισπαστήρ Low diacritics: επισπαστήρ Capitals: ΕΠΙΣΠΑΣΤΗΡ
Transliteration A: epispastḗr Transliteration B: epispastēr Transliteration C: epispastir Beta Code: e)pispasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A latch or handle by which a door is pulled to, Hdt.6.91: spelt ἐπι-σπατήρ IG22.1672.123.    II. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, of the fowler's line, AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 980] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπαστήρ: ῆρος, ὁ (ἐπισπάω) σιδήριον ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ θύρα ἕλκεται ὅταν θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. ἐπισπάω Ι. 2. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ πύλη» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. ἐπίσπαστρον. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
anneau pour tirer et fermer une porte.
Étymologie: ἐπισπάω.

Greek Monolingual

ἐπισπαστήρ, ὁ (Α)
1. το χερούλι της πόρτας
2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα του διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα -τηρ (πρβλ. στεγασ-τήρ)].

Greek Monotonic

ἐπισπαστήρ: -ῆρος, ὁ (ἐπισπάω),·
I. μάνταλο ή χερούλι, λαβή με την οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ.
II. καλάμι ψαρέματος ή πετονιά, παλαμάρι ψαρά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπαστήρ: ῆρος ὁ
1) дверное кольцо, скоба (ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her.);
2) бечева, стягивающая рыболовную или звероловную сеть Anth.