ἡμέριος
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
Dor. ἁμ-, ον, used by Trag. in lyr.,
A lasting but a day, γέννα, αἷμα, E.Ph.130, 1512; οὔτε θεῶν γένος οὔθ' ἁμερίων . . ἀνθρώπων S.Aj.398, cf. Ant.789; κάματος Hymn.Is.87: abs., ἡμέριοι mortals, Orac. ap. D.S.7.12, Opp.H.2.669, AP7.372 (Loll. Bass.); ἡ. μισθός PMasp.164.6 (vi A.D.). II daily, κύκλος Ph.1.92 (nisi leg. ἡμερ<ής>ιος).—Poet. Adj., for in X.Oec.21.3 ἡμερινός should be read.
German (Pape)
[Seite 1165] ον, p. = ἡμερήσιος, vgl. Lob. Phryn. 53; ἁμέριοι ἄνθρωποι Soph. Ai. 392 Ant. 784, die Tagesmenschen, d. i. die kurze Zeit Lebenden, wie ἁμερίῳ γέννᾳ Eur. Phoen. 130; sp. D., wie Man. 1, 338, die auch ἡμέριοι geradezu für "Menschen" brauchen, ψεῦσται δαίμονες ἁμερίων Loll. Bass. 11 (VII, 372); Maneth. 2, 7. – Bei Soph. Ai. 207, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἁμερίας νὺξ ἥδε βάρος, wird gew. ἡμερία = ἡμέρα erkl., es ist aber adj., wozu man κατάστασις mit dem Schol. ergänzen kann, vgl. Lob. zu der Stelle u. Man. 3, 264.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμέριος: Δωρ. ἀμ-, ον, διὰ μίαν ἡμέραν, διαρκῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν μόνον, γέννα, αἷμα Εὐρ. Φοιν. 130, 1512· οὔτε θεῶν γένος οὔθ’ ἁμερίων … ἀνθρώπων Σοφ. Αἴ. 398, πρβλ. Ἀντ. 789· - ἀπολ., ἡμέριοι, θνητοί, Ὀππ. Ἁλ. 2. 669, Ἀνθ. Π. 3. 372 κ. ἀλλ.· ἀντίθ. φθίμενοι, Ἀνθ. Π. 8. 107. ΙΙ. καθ’ ἡμέραν, καθημερινός, κύκλος Φίλων 1. 92. - Ποιητ. ἐπίθ., διότι ἐν Ξεν. Οἰκ. 21, 3, ἀναγνωστέον ἡμερινός, Λοβ. Φρύν. 53.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἡμερήσιος.
Greek Monolingual
ἡμέριος, -ον (AM, Α δωρ. τ. ἁμέριος, -ον) ημέρα
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἡμέριον
καθημερινά
αρχ.
1. αυτός που διαρκεί μία ημέρα («ἁμερίω γέννᾳ», Ευρ.)
2. ημερήσιος, καθημερινός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡμέριοι
οι θνητοί.
Greek Monotonic
ἡμέριος: Δωρ. ἁμ-, -ον (ἡμέρα), αυτός που διαρκεί μόνο για μία ημέρα, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμέριος: дор. ἁμέριος 3 (ᾱ)
1) однодневный, живущий не долее дня, т. е. недолговечный (ἄνθρωποι Soph.; γέννα, αἷμα Eur.): οἱ ἡμέριοι Anth. смертные, человеческий род;
2) совершающийся днем, дневной (πλοῦς Xen. - v. l. ἡμερινός).