Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορθύνω

From LSJ
Revision as of 23:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορθύνω Medium diacritics: κορθύνω Low diacritics: κορθύνω Capitals: ΚΟΡΘΥΝΩ
Transliteration A: korthýnō Transliteration B: korthynō Transliteration C: korthyno Beta Code: korqu/nw

English (LSJ)

or κορθύω, (κόρθυς)

   A lift up, raise, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος raised high his wrath, Hes.Th.853; εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn.Is. 150:—Pass., κῦμα κορθύεται waxes high, rears its crest, Il.9.7; ὕπερθε δὲ . . ἁλὸς κορθύεται ὕδωρ A.R.2.322.

Greek (Liddell-Scott)

κορθύνω: ἴδε ἐν λ. κορθύῳ.

French (Bailly abrégé)

amonceler, amasser.
Étymologie: κόρθυς.

Greek Monolingual

κορθύνω και κορθύω (Α) κόρθυς
1. ανυψώνω, ανεγείρω, σηκώνω ψηλά
2. αυξάνωΖεὺς δ', ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος» — ο Δίας, αφού αύξησε την οργή του, Ησίοδ.).

Greek Monotonic

κορθύνω: και κορθύω[ῡ], (κόρθυς), ανυψώνω, σηκώνω, αυξάνω, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος, αύξησε την οργή του, σε Ησίοδ. — Παθ., κῦμακορθύεται, ανεβαίνει σε ύψος, ορθώνεται, αυξάνει, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κορθύνω: (ῡ) (эп. aor. κόρθυνα) нагромождать, накоплять (Ζεὺς ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος Hes.).