κύμβη
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
(A), ἡ,
A hollow of a vessel: drinking-cup, bowl, Nic.Al.164, 389, Th.948, Philem.Gloss. ap. Ath.11.483a; = ὀξύβαφον, Hsch. II boat, S.Fr.127; Phoenician acc. to Plin.HN7.208. III knapsack, wallet, Hsch. (Cf. κύμβος.)
κύμβη (B), ἡ,
A = κύβη, head, EM545.27: hence, a kind of bird, perh. tumbler-pigeon (cf. κύμβαχος), πτεροβάμονες κύμβαι Emp.20.7.
German (Pape)
[Seite 1530] ἡ (vgl. κύμβος, sanscr. kumba, Kübel), übh. Höhlung, hohles Gefäß; – a) Kahn, Nachen, ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ναυστολεῖς χθόνα Soph. frg. 129; vgl. Ath. XI, 482 d. – b) ein Gefäß, Becken, Nic. Al. 164. – c) πτεροβάμονες κύμβαι, bei Empedocl. 226, sind die Vögel. – d) ein Ränzel, πήρα, VLL. – Auch = κεφαλή. Vgl. κυβή u. κύμβαχος.
Greek (Liddell-Scott)
κύμβη: (Α), ἡ, τὸ κοῖλον ἀγγείου· ἀγγεῖον πρὸς πόσιν, ἔκπωμα, ποτήριον, Νικ. Ἀλ. 164, 389, Θ. 943, Ἀθήν. 483Α· = ὀξύβαφον Ἡσύχ. ΙΙ. λέμβος, πλοιάριον, Λατ. cymba Σοφ. Ἀποσπ. 120. ΙΙΙ. πήρα, «ταγάρι», σάκκος, ὡς τὸ κύββα, Ἡσύχ. (Πρβλ. κύμβος, κύμβαλον, κύπελλον, κύββα, Σανσκρ. kumbhas.)
Greek Monolingual
(I)
η (AM κύμβη)
νεοελλ.
ναυτ.
1. κοντή και πλατιά βάρκα που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων
2. πτυσσόμενη βάρκα τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο σκελετός της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν και τοποθετούνταν στο κατάστρωμα όπου καταλάμβανε ελάχιστο χώρο
3. στρ. πτυσσόμενες βάρκες που χρησιμοποιούνταν από το όπλο του Μηχανικού ως υπόβαθρα για τη ζεύξη ελαφρών γεφυρών σε ποταμούς
4. ανατ. το μικρότερο επάνω μέρος της κόγχης του πτερυγίου του αφτιού
μσν.-αρχ.
1. η κοιλότητα αγγείου
2. αγγείο, ποτήρι, κύπελλο
3. είδος πρωτόγονης βάρκας από σκαμμένο κορμό δέντρου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) σάκος, ταγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. που απαντά και στην Αρχαία Ινδική (πρβλ. αρχ. ινδ. kumbha, αβεστ. xumba «αγγείο»).
ΠΑΡ. αρχ. κυμβείον, κυμβίον).———————— (II)
κύμβη, ἡ (AM)
1. κύβη. κεφάλι
2. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού («πτεροβάμονες κύμβαι», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για το κύμβη (Ι) με σημασιολογική εξέλιξη παρόμοια με του λατ. testa «κεραμίδι», αλλά και «κεφάλι». Ανερμήνευτος παραμένει ο τ. κύβη. Το πουλί ίσως να ονομάστηκε έτσι από τυχόν συνήθειά του να βουτά στα νερά. (Πρβλ. και το παρ. κυμβητιώ)].
Russian (Dvoretsky)
κύμβη: ἡ досл. чаша, перен. челн Soph.: πτεροβάμονες κύμβαι Emped. пернатые челны, т. е. птицы.