περίτροχος

From LSJ
Revision as of 02:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτροχος Medium diacritics: περίτροχος Low diacritics: περίτροχος Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: perítrochos Transliteration B: peritrochos Transliteration C: peritrochos Beta Code: peri/troxos

English (LSJ)

ον

   A circular, of a star in a horse's forehead, π. ἠΰτε μήνη Il.23.455 ; of the sun or moon, A.R.3.1229, Tryph.518 ; of a hat, Call.Fr.124 ; of a round lake, π. ὕδασι λίμνη D.P.987.    II neut.pl.as Adv., = περιτρόχαλα, περίτροχα κείρεσθαι Agath.1.3.

German (Pape)

[Seite 597] herumlaufend, daher rund, Il. 23, 455.

Greek (Liddell-Scott)

περίτροχος: -ον, κυκλοτερής, στρογγύλος, περιφερής, ἐπὶ σεληνοειδοῦς σήματος ἐπὶ τοῦ μετώπου ἵππου, Ἰλ. Ψ. 455· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1229, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-.) 518· ἐπὶ πίλου, Καλλ. Ἀποσπ. 124. ΙΙ. παθ., περίτροχος ὕδασι λίμνη, «κυκλοτερὴς τοῖς ὕδασι» (παράφρασ.), Διον. Π. 987.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne tout autour ; circulaire, rond.
Étymologie: περιτρέχω.

English (Autenrieth)

round, Il. 23.455†.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίτροχος, -ον, ΝΜΑ περιτρέχω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο
σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή του σχοινιού ή της αλυσίδας της άγκυρας
μσν.-αρχ.
1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον ἠύτε μήνη», Ομ. Ιλ.
β. «περίτροχον φέγγος Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)
2. φρ. «περίτροχα κείρομαι» — κόβω τα μαλλιά στο κάτω μέρος γύρω γύρω.

Greek Monotonic

περίτροχος: -ον, κυκλικός, στρογγυλός, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίτροχος -ον [περιτρέχω] rond.

Russian (Dvoretsky)

περίτροχος: бегущий кругом, описывающий круг, т. е. круглый (σῆμα Hom.).