πῶ

From LSJ
Revision as of 03:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πω Medium diacritics: πῶ Low diacritics: πω Capitals: ΠΩ
Transliteration A: pō̂ Transliteration B: Transliteration C: po Beta Code: pw=

English (LSJ)

Adv., Dor. for ποῦ;

   A where? Hsch.; for πόθεν; Sophr.125, A.Ag.1507(lyr.), Orph.Fr.32(b).3, cf. A.D.Adv.185.15, EM773.19.    II πῶ μάλα; or πώμαλα; where in the world? how in the name of fortune? or, without a question,= οὐδαμῶς, not a whit, Pherecr.9, Ar.Pl.66, Fr.346, Lys.Fr.254 S., D.19.51.πῶπῶ,

   A = πῖνε, drink! Alc.54A: Cypr. πῶθι, Inscr.Cypr.144 H.

German (Pape)

[Seite 826] abgekürzt statt πῶθι, trink! E. M. als Fragewort, wo? Aesch. Ag. 1488, u. Prom. 577, v. l., vgl. Herm. elem. metr. p, 273.

Greek (Liddell-Scott)

πῶ: Ἐπίρρ. Δωρικ. ἀντὶ ποῦ; Α. Β. 604, Ἡσύχ.· ἢ μᾶλλον ἀντὶ πόθεν; Ἐτυμ. Μέγ. 773. 19· - εὕρηται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1507. ΙΙ. πῶ μάλα; ἢ πώμαλα; ποῦ ἐπὶ τέλους; πῶς τέλος; ἢ ἄνευ ἐρωτήσεως, = οὐδαμῶς, οὐδόλως, διόλου, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 9, Πλοῦτος: ὦ τᾶν, ἀπαλλάχθητον, ἀπ’ ἐμοῦ, - χορὸς: πώμαλα Ἀριστοφ. Πλ. 66, Ἀποσπάσ. 126, Λυσίας παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Δημ. 357. 2.

Greek (Liddell-Scott)

πῶ: συντετμημένον ἀντὶ πῶθι, πῖθι, πίε, κατὰ τὴν Αἰολ. διάλεκτ., «ἔστι δὲ καὶ ῥῆμα (πῶ) παρ’ Αἰολεῦσιν· οἷον, Χαῖρε καὶ πῶ· ὅπερ λέγεται ἐν ἑτέρῳ σύμπωθι» Μεγ. Ἐτυμολ. 698, 51 ἐκ ποιητοῦ τινος.

Greek Monotonic

πῶ: επίρρ., Δωρ. αντί ποῦ;
I. πού; σε Αισχύλ.
II. πῶ μάλα; ή πώμαλα; πώς επιτέλους; ουδόλως, σε Αριστοφ., Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πῶ [ποῦ] Dor. interrog. adv., hoezo?; Aeschl. Ag. 1507; πῶ μαλα of πώμαλα waar in 's hemelsnaam? hoe in vredesnaam?; als antwoord echt niet, absoluut niet.
πῶ Aeol. imperat. van πώνω.

Russian (Dvoretsky)

πῶ: дор. adv. = ποῦ; πῶ μάλα; Arph. v. l. = πώμαλα.