σκάλλω
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
A stir up, hoe, Hdt.2.14, Arist.Mir.837b22, cf. Thphr.HP2.7.5, etc.: metaph., search, probe, σ. τὸ πνεῦμά μου LXX Ps.76(77).7.
German (Pape)
[Seite 888] scharren, schüren, schürfen, graben, behacken; Her. 2, 14; Theophr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκάλλω: ἀνακινῶ, σκάπτω, Ἡρόδ. 2. 14· σκ. καὶ σκάπτειν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5, κτλ.· - μεταφορ., ἀνερευνῶ, ἀναζητῶ, ἀναδιφῶ, σκ. τὸ πνεῦμά μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟϚ΄, 7). (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΛ παράγονται ὡσαύτως τὰ σκαλίς, σκαλεύς, σκαλεύω, σκαλίζω, σκαλιδεύω, σκαλαθύρω, σκαλοψ, σκάλμη· Ἀρχ. Γερμ. scar (Ἀγγλ. plough-share, τὸ ὑνίον)· -ἐκτεταμένος δὲ αὐτῆς τύπος εἶναι πιθανῶς ἡ √ΣΚΑΛΠ, ὅθεν τὸ σπάλαξ, ἀσπάλαξ· Λατ. scalp-o, talp-a (ἀντὶ stalpa). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάλλοντες· σκάπτοντες».
French (Bailly abrégé)
fouir, sarcler.
Étymologie: R. Σκαλ, creuser ; cf. lat. scalpo.
Greek Monolingual
ΜΑ
σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.)
αρχ.
μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ)
β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< σκαλ-jω) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα skl-jω της ΙΕ ρίζας (s)kel- «κόβω» και συνδέεται με λιθουαν. skeliu «σχίζω», αρχ. ισλανδ. skilja «χωρίζω», γερμ. schleiBen «σχίζω», schalen «ξεφλουδίζω», αγγλ. scale «λέπι, ξεφλουδίζω», shell «κέλυφος». Η ρίζα του ρ. σκάλλω έχει πολύ γενική σημ., από την οποία προήλθαν οι ποικίλες και διαφορετικές μεταξύ τους σημ. τών λέξεων της οικογένειας αυτής, και πρέπει να συνδεθεί με την ΙΕ ρίζα kel- (χωρίς αρκτικό s-) τών: κολάπτω, κόλος, κελεός, κλῶ. Με το ρ. σκάλλω συνδέονται, τέλος, και οι τ. σκαλμός, σκῶλος, σκόλοψ, σκύλλω.
Greek Monotonic
σκάλλω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., αναδεύω, σκαλίζω, σκάβω, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκάλλω poken in, omwoelen;. τὰς ῥῖνας in zijn neus peuteren Hp.
Russian (Dvoretsky)
σκάλλω: копать, рыть Her., Arst.