σπατίλη

From LSJ
Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰτίλη Medium diacritics: σπατίλη Low diacritics: σπατίλη Capitals: ΣΠΑΤΙΛΗ
Transliteration A: spatílē Transliteration B: spatilē Transliteration C: spatili Beta Code: spati/lh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A thin excrement, as in diarrhoea, Hp.Acut.28: generally, ordure, Ar.Pax48, D.C.46.5 (pl.).    II (σπάτος) parings of leather, Sch.Ar. l.c.; also πατίλη An.Ox.2.303; παστίλη Hdn. Gr.1.322.

German (Pape)

[Seite 918] ἡ, dünner Stuhlgang; Ar. Pax 48, Menschenkoth; neben ὀϊσπώτη u. ὑσπέλεθος, D. Cass. 46, 5. – Nach Schol. Ar. a. a. O. auch Lederschnitzet. – Comp. aus σκῶρ und τιλάω?

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰτίλη: [ῑ], ἡ, λεπτὸν ἀποπάτημα, ὡς ἐν διαρροίᾳ, «τσίρλα», Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· καθόλου, κόπρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 48. ΙΙ. (σπάτος) ἀποξύσματα, ἀποκοψίδια τῶν δερμάτων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὠσαύτως πατίλη Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 303· παστίλη Ἀρκάδ. 109, Θεογνώστ. Κανόν. 111. 10. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ ὑγρὸν διαχώρημα».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
excrément liquide ; particul. excrément de l’homme.
Étymologie: σπάω.

Greek Monolingual

και πατίλη, ἡ, Α
1. υδαρές αποπάτημα
2. αποπάτημα, κόπρος
3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -ίλη, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας (πρβλ. κον-ίλη, μαρ-ίλη). Η λ. με τη σημ. «κομμάτια από δέρμα» προήλθε, κατά μία άποψη, από τον τ. σπάτος «δέρμα» (< σπάω) και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμόν με σημ. «υδαρές αποπάτημα», πιθ. κατ' επίδραση τών τῖλος «υδαρές αποπάτημα», τιλῶ «αποπατώ». Η σύνδεση της λ. με τον τ. οἰσπώτη «κοπριά», όπως και η άποψη ότι η λ. σπατίλη προέρχεται με απλολογία από έναν συνθ. τ. σπατο-τίλη (< σπάτος / τῖλος), δεν θεωρούνται πιθανές].

Greek Monotonic

σπᾰτίλη: [ῑ], ἡ, περίττωμα, έκκριση, ακαθαρσία, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το σκώρ, σκατός).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπατίλη -ης, ἡ [σπάω?] ontlasting, poep; Aristoph. Pax 48; diarree. Hp. Acut. 28.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰτίλη: ἡ (ῑ) испражнения, экскременты Arph.