στοιβή

From LSJ
Revision as of 03:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιβή Medium diacritics: στοιβή Low diacritics: στοιβή Capitals: ΣΤΟΙΒΗ
Transliteration A: stoibḗ Transliteration B: stoibē Transliteration C: stoivi Beta Code: stoibh/

English (LSJ)

ἡ, (στείβω)

   A thorny burnet, Poterium spinosum, Hp. Mul.2.186, Thphr.HP6.1.3, LXXIs.55.13, Dsc.4.12; its branches were used to make brooms, τὴν στέγην ὀφέλλοντα . . πυθμένι στοιβῆς Hippon.51; also to pack wine-jars, Trypho ap.A.D.Conj.247.27.    2 cushion, pad, Arist.PA654b26.    3 padding, Eup.Fr.inc.132 M. (om. Kock, v. Fr.409 K.); καθάπερ σ. like stuffing, Gal.UP7.2,8, cf. 12.3: metaph., 'padding', an expletive, Ar.Ra.1178, cf. Phld.Rh.2.40 S.    4 foundation-course below stylobate, IG42(1).102.3, al. (Epid., iv B.C.), 5(2).33 (Tegea, iii B.C.).    5 heap of corn, LXX Ru. 3.7; sheaf, shock of corn, ib.Jd.15.5 cod. A (στυβ-).

German (Pape)

[Seite 945] ἡ, das Stopfen; bei Galen. eine Pflanze, deren Blätter man zum Ausfüllen, Verstopfen der Löcher, zum Stopfen der Kissen brauchte; sonst φέως, Theophr.; Plut. Thes. 8; auch als Besen gebraucht, τὴν στέγην ὀφέλλοντα πυθμένι στοιβῆς, Hipponax bei Schol. Lycophr. 1165; Ausfüllung, Arist. partt. an. 2, 9. – Uebertr., Flickwort, Füllwort, κἄν που δὶς εἴπω ταὐτὸν ἢ στοιβὴν ἴδῃς ἐνοῦσαν ἔξω τοῦ λόγου, κατάπτυσον, Ar. Ran. 1176. – [Στοίβη ist falsche Betonung, vgl. Arcad. p. 104, 14.]

Greek (Liddell-Scott)

στοιβή: ἡ, (στείβω) θαμνῶδες φυτὸν ταὐτὸν τῷ φέως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· οἱ κλάδοι αὐτοῦ ἐχρησίμευον εἰς κατασκευὴν σαρώθρων, τὴν στέγην ὀφέλλοντα ... πυθμένι στοιβῆς Ἱππῶν. 42· ὡσαύτως πρὸς περιφύλαξιν στάμνων οἴνου, Α. Β. 515. 2) προσκεφάλαιον, στρωμάτιον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 6. 3) «γέμισμα», Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 132· καὶ μεταφορ., «παραγέμισμα», παραπλήρωμα, λέξις τιθεμένη μόνον διὰ νὰ κατέχῃ τόπον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1179. 4) καθόλου, σωρός, ὄγκος, λίθων, βοτρύων Εὐστ. Πονημάτ. 184. 39., 309. 41· ἐν στ. 55. 67· στ. κρεάτων 127. 77.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
tout ce qui sert à bourrer, à boucher, particul. autre nom de la plante φέως, dont les feuilles servaient de bourre ou de bouchon ; fig. remplissage.
Étymologie: στείβω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. στοιβά, ἡ, ΜΑ
σωρός, στοίβα («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.)
αρχ.
1. το φρυγανώδες και νομευτικό φυτό ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό σήμερα και ως αφάνα
2. γέμισμα, ιδίως στρώματος ή προσκέφαλου
3. αρχιτ. το τμήμα του κρηπιδώματος που βρίσκεται κάτω από τον στυλοβάτη
4. μτφ. παραγέμισμα («κἄν που δὶς εἴπω ταυτόν, ἢ στοιβὴν ἴδῃς ἐνοῡσαν ἔξω τοῡ λόγου, κατάπτυσον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στοιβ- του ρ. στείβω «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω». Η σημ. της λ., ωστόσο, «γέμισμα στρωμάτων και μαξιλαριών» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του στείβω «συσσωρεύω, συμπυκνώνω, συμπιέζω» (πρβλ. στιβάδα, στιβαρός, βλ. και λ. στείβω). Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το φυτό από το οποίο κατασκεύαζαν τέτοιου είδους γεμίσματα].

Greek Monotonic

στοιβή: ἡ (στείβω), θαμνώδες φυτό που χρησίμευε στο παραγέμισμα ή στην κατασκευή σαρώθρων· και μεταφ., «γέμισμα», «παραγέμισμα», παραπλήρωμα, επιφώνημα, φλυαρία, μακρηγορία, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοιβή -ῆς, ἡ [~ στείβω] opvulling. Aristoph. Ran. 1178. plant stekelige pimpernel (pimpinella spinosa).

Russian (Dvoretsky)

στοιβή:1) стеба (растение, листья которого употреблялись для набивки подушек) Plut.;
2) мягкая прокладка, набивка Arst.;
3) ирон. словесная труха: σ. ἐνοῦσα ἔξω τοῦ λόγου Arph. не идущая к делу болтовня.