συνθάπτω

From LSJ
Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθάπτω Medium diacritics: συνθάπτω Low diacritics: συνθάπτω Capitals: ΣΥΝΘΑΠΤΩ
Transliteration A: syntháptō Transliteration B: synthaptō Transliteration C: synthapto Beta Code: sunqa/ptw

English (LSJ)

   A bury together, join in burying, τινα A.Th.1032, S.Aj. 1378, E.Hel.1545, Pl.Lg.909c, etc.; τινά τινι one with another, E. Alc.149, Demad.13, IG14.943 (Ostia):—Pass., to be buried with, τῷ ἀνδρί Hdt.5.5, cf. Th.1.8; συνετάφη τοῖς σώμασιν ἡ ἐλευθερία Lycurg. 50; συνετάφημεν [τῷ Χριστῷ] διὰ τοῦ βαπτίσματος Ep.Rom.6.4.

Greek (Liddell-Scott)

συνθάπτω: θάπτω μετ’ ἄλλου, θάπτω ὁμοῦ, ἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 1027, Σοφ. Αἴ. 1378, Εὐριπ., Πλάτ., κλπ.· κόσμος γ’ ἕτοιμος ᾧ σφε συνθάψει πόσις Εὐρ. Ἄλκ. 149, κτλ. ― Παθ., θάπτομαι ὁμοῦ ἢ μετά τινος, τινι, Ἡρόδ. 5. 5, Θουκ. 1. 8, Πλάτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ensevelir avec : τινά τινι une personne avec une autre ; τινα ensevelir qqn avec (d’autres).
Étymologie: σύν, θάπτω.

English (Strong)

from σύν and θάπτω; to inter in company with, i.e. (figuratively) to assimilate spiritually (to Christ by a sepulture as to sin): bury with.

English (Thayer)

2nd aorist passive συνετάφην; from Aeschylus and Herodotus down; to bury together with: τῷ Χριστῷ, together with Christ, passive, διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον namely, αὐτοῦ, ἐν τῷ βαπτίσματι, Colossians 2:12. For all who in the rite of baptism are plunged under the water thereby declare that they put faith in the expiatory death of Christ for the pardon of their past sins; therefore Paul likens baptism to a burial by which the former sinfulness is buried, i. e. utterly taken away.

Greek Monolingual

ΜΑ θάπτω
θάβω κάποιον μαζί με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνθάπτω: μέλ. —ψω, θάβω μαζί, βοηθώ στην ταφή κάποιου, σε Αισχύλ., Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· τινά τινι, θάβω κάποιον με τη βοήθεια κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., θάβομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συνθάπτω: 1) хоронить вместе (τινί τινα Eur.): γνωσθέντες τῇ σκευῇ τῶν ὅπλων ξυντεθαμμένῃ Thuc. опознанные по форме погребенного вместе (с ними) оружия;
2) участвовать в погребении, хоронить (τὸν θανόντα Soph.).