δωδεκάσκυτος

From LSJ
Revision as of 06:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκάσκῠτος Medium diacritics: δωδεκάσκυτος Low diacritics: δωδεκάσκυτος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΣΚΥΤΟΣ
Transliteration A: dōdekáskytos Transliteration B: dōdekaskytos Transliteration C: dodekaskytos Beta Code: dwdeka/skutos

English (LSJ)

ον,

   A of twelve strips of leather, σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.

German (Pape)

[Seite 694] σφαῖρα, aus zwölf Lederstücken zusammengesetzter Ball, Plat. Phaed. 110 b.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάσκῡτος: -ον, ἐκ δώδεκα τεμαχίων διαφόρως κεχρωματισμένου δέρματος, σφαῖρα Πλάτ. Φαίδωνι 110Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1003D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
formé de douze peaux.
Étymologie: δώδεκα, σκῦτος.

Spanish (DGE)

-ον
de doce piezas de cuero σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.

Greek Monolingual

δωδεκάσκυτος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από δώδεκα κομμάτια δέρματος.

Greek Monotonic

δωδεκάσκῡτος: -ον, αυτός που αποτελείται από δώδεκα κομμάτια δέρματος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκάσκῡτος: сделанный из двенадцати кусков кожи (σφαῖρα Plat., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκάσκυτος -ον [δώδεκα, σκῦτος] van twaalf stukken leer.