κάτομβρος

From LSJ
Revision as of 07:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτομβρος Medium diacritics: κάτομβρος Low diacritics: κάτομβρος Capitals: ΚΑΤΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: kátombros Transliteration B: katombros Transliteration C: katomvros Beta Code: ka/tombros

English (LSJ)

ον,

   A rainy, νότος Arist.Vent.973b9; ἔαρ Gp.1.12.24.    II wet with rain, drenched, Thphr.CP3.12.1, 3.22.3: metaph., ὄμματ' ἐρώντων AP5.144 (Asclep.).

German (Pape)

[Seite 1403] beregnet, dem Regen ausgesetzt, Theophr.; sehr feucht, id.; auch κάτομβρα γὰρ ὄμματ' ἐρώντων, Asclpds. 4 (V, 145).

Greek (Liddell-Scott)

κάτομβρος: -ον, πλήρης βροχῆς, νότος Ἀριστ. π. Ἀνέμ. 7. II. λίαν ὑγρὸς ἐκ βροχῆς, κάθυγρος, διάβροχος, ἀντίθετ. τῷ κατάξηρος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 12, 1., 3. 22, 3· ὄμματ’ ἐρώντων Ἀνθ. Π. 5. 145.

Greek Monolingual

κάτομβρος, -ον (ΑΜ)
βροχερός («κάτομβρον ἔαρ», Γεωπ.)
αρχ.
1. υγρός από τη βροχή, πολύ βρεγμένος («ἐὰν δὲ σφόδραχώρα κάτομβρος ᾖ», Θεόφρ.)
2. (για τα μάτια) γεμάτος δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ομβρος (< ὄμβρος), πρβλ. έπ-ομβρος, σύν-ομβρος].

Russian (Dvoretsky)

κάτομβρος: 1) дождливый, несущий дождь (Νότος Arst.);
2) (часто) плачущий (ὄμματα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτ-ομβρος -ον overspoeld met regen; overdr.: κάτομβρα γὰρ ὄμματ ’ ἐρώντων want ogen van verliefden zijn snel gevuld met tranen AP 5.145.3.