κέπφος
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
ὁ, perh.
A stormy petrel, Thalassidroma pelagica, Arist.HA 593b14, 620a13, Thphr.Sign.28, Lyc.76, 836, Nic.Al.166. 2 metaph., feather-brained fellow, Ar.Pax1067, Pl.912.
German (Pape)
[Seite 1419] ὁ (nach den Alten mit κοῦφος verwandt), ein Seevogel, procellaria, der sich mit Meerschaum leicht locken u. fangen läßt, Arist. H. A. 9, 35. Dah. ein leichtsinniger, einfältiger, leicht zu berückender Mensch, Gimpel, Ar. Par 1032 Plut. 912; Lycophr. 836. – Bei Hesych. steht auch κεμπός dafür, wie bei Schol. Ar. κέμφος.
Greek (Liddell-Scott)
κέπφος: ὁ, μικρόν τι θαλάσσιον πτηνόν, ὅπερ νῦν παρὰ τοῖς Κυζικηνοῖς ὀνομάζεται κεφκέφ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14., 9. 35, Λυκ. 76. 836· ― μεταφορ., ἐπὶ κούφου ἀνθρώπου καὶ ἀνοήτου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1067, Πλ. 912.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
mouette, oiseau ; fig. homme simple, sot, niais.
Étymologie: DELG obscur ; pê κοῦφος.
Greek Monolingual
ο (Α κέπφος) είδος θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ κέπφος, αἴθνια», Αριστοτ.)
αρχ.
ελαφρόμυαλος άνθρωπος, ανόητος άνθρωπος («οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῡ μοι πόλιν εὐεργετεῑν, ὦ κέπφε» (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το σύμπλεγμα -πφ- οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ίσως να συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου κεμπός
κοῦφος, ἐλαφρός ἄνθρωπος (πρβλ. και την ερμηνεία του στο ίδιο το λ.: κέπφος
εἶδος ὀρνέου κουφοτάτου). Ίσως το κέπφος να προέκυψε από ουσιαστικοποίηση ενός αμάρτυρου επιθ. κεπφός].
Greek Monotonic
κέπφος: ὁ, θαλασσινό πουλί· μεταφ., γκαφατζής, κουτορνίθι, χαζός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κέπφος: v. l. κίπφος ὁ
1) предполож. буревестник (Procellaria) Arst.;
2) простак, простофиля Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέπφος -ου, ὁ (vogel) stormvogel.