κρέξ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
ἡ, gen. κρεκός, a long-legged bird, perh.
A corn-crake, Rallus crex, or ruff, Machetes pugnax, τούτους (sc. λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσιν Ar.Av.1138, cf. Arist.PA695a22, Ael.NA4.5; sacred to Athena, Porph.Abst.3.5; [ἡ ἶβις] μέγαθος ὅσον κ. Hdt.2.76; a name of ill omen to the newly-married, Euph.4: hence δισάρπαγος κρέξ, of Helen, Lyc.513. 2 metaph., noisy braggart, Eup. 423. II hair, Hsch., Suid.: acc. κρέκαν Eust.1528.18.
Greek (Liddell-Scott)
κρέξ: ἡ, γεν. κρεκός, (κρέκω) Λατιν. crex, πτηνόν τι ἔχον ὀξὺ καὶ ὀδοντωτὸν ῥάμφος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138, καὶ μικροὺς πόδας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 34, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 4. 5, πρὸς ὃ κατὰ τὸ μέγεθος ὁ Ἡρόδ. παραβάλλει τὴν ἶβιν, 2. 76. Ἡ περιγραφὴ αὕτη δὲν ἁρμόζει πρὸς τὸ crex rallus, ἂν καὶ ἡ κραυγὴ αὐτοῦ ἀνταποκρίνεται πρὸς τὸ ὄνομα (ὅπερ ὡς τὸ κρέκω εἶναι κατ’ ὀνοματοπ.), ὁ δὲ Snudevall ἐπιμένει ὅτι εἶναι αὐτὸ τοῦτο· ἕτεροι νομίζουσιν ὅτι εἶναι τὸ πτηνὸν tringa pugnax. Ἐθεωρεῖτο δὲ δυσοιώνιστον εἰς τοὺς νεονύμφους, Εὐφορίων 4· ὁπόθεν ἡ Ἑλένη καλεῖται δυσάρπαγος κρέξ, Λυκόφρ. 513. 2) μεταφορ., κομπορρήμων, ἀλαζών, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 118. ΙΙ. τάσσεται δὲ καὶ ἐπὶ τριχός, Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ. 1528. 18· ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ αἰτιατ. κρέκαν, ἐξ ὀνομαστ. ἡ κρέκη.
French (Bailly abrégé)
κρεκός (ἡ) :
oiseau de la grosseur de l’ibis, avec un bec très aigu : râle d’eau ou autre.
Étymologie: R. Κρεκ, crier -- DELG onomatopée, cf. κόραξ.
Greek Monolingual
κρέξ, -εκός, ἡ (Α)
1. μτφ. αλαζόνας
2. τρίχα («πορφυρέην ἤμησε κρέκα», Ευστ.)
3. μεταναστευτικό νυκτόβιο σαρκοφάγο πτηνό που μοιάζει με το ορτύκι («τούτους δ' ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῑς ῥύγχεσιν», Αριστοφ.)
φρ. «δυσάρπαγος κρέξ» — ως χαρακτηρισμός της Ελένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ονοματοποιία και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. krkara- «είδος πέρδικας», μέσ. ιρλδ. cercc «κότα», αρχ. πρωσ. kerko «άγρια πάπια» και ρωσ. krečet «γεράκι» και ίσως με κερκάς, κερκιθαλίς, κέρκος «ουρά»].
Greek Monotonic
κρέξ: ἡ, γεν. κρεκός, (κρέκω), Λατ. crex, είδος μεγαλόσωμου ορτυκιού, ορτυκομάνα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κρέξ: κρεκός ἡ крек, предполож. кулик, по друг. коростель Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρέξ κρεκός, ἡ [~ κρέκω?] kwartelkoning of steltkluut (vogel).