πικρότης

From LSJ
Revision as of 07:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρότης Medium diacritics: πικρότης Low diacritics: πικρότης Capitals: ΠΙΚΡΟΤΗΣ
Transliteration A: pikrótēs Transliteration B: pikrotēs Transliteration C: pikrotis Beta Code: pikro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A pungency, of taste, bitterness, Hp.Acut.23, VM 19, Pl.Tht.159e, Ti.83b : in pl., ib.82e.    II metaph., bitterness, harshness, cruelty, τὴν [Ἀστυάγεος] π. Hdt.1.130 ; γλώσσῃ π. ἔνεστί τις E.El.1014 : pl., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Isoc.15.300.

German (Pape)

[Seite 615] ητος, ἡ, 1) Bitterkeit, Plat. Tim. 83 b Theaet. 159 e. – 2) übtr., Herbigkeit, Strenge des Charakters; Her. 1, 130; Eur. El. 1014; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πικρότης: -ητος, ἡ, δριμύτης, πικρία, πικράδα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Πλάτ. Θεαίτ. 159Ε, Τίμ. 83Β ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 82Ε. ΙΙ. μεταφορ., πικρία, τραχύτης, σκληρότης, ἡ τοῦ βασιλέος π. Ἡρόδ. 1. 130· γλώσσῃ π. ἔνεστί τις Εὐρ. Ἠλ. 1014· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 321.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
amertume, goût amer ; fig. dureté, cruauté.
Étymologie: πικρός.

Greek Monotonic

πικρότης: -ητος, ἡ,
I. πικροτητα στη γεύση, λέγεται για την αίσθηση της γεύσης, σε Πλάτ.
III. μεταφ., δριμύτητα, σκληρότητα, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πικρότης: ητος ἡ
1) горький вкус, горечь Plat.;
2) резкость, жестокость, суровость (τῆς βασιλέος Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρότης -ητος, ἡ [πικρός] bitterheid, bittere smaak; overdr. verbittering:. γλώσσῃ πικρότης ἔνεστί τις aan haar woorden kleeft een bittere klank Eur. El. 1014. wreedheid. Hdt. 1.130.1.