πήνη

From LSJ
Revision as of 08:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήνη Medium diacritics: πήνη Low diacritics: πήνη Capitals: ΠΗΝΗ
Transliteration A: pḗnē Transliteration B: pēnē Transliteration C: pini Beta Code: ph/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A thread on the bobbin in the shuttle, woof, and in pl., web, E.Hec.471 (lyr.), Ion197 (lyr.).    II bobbin, spool, AP6.160 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, wie πῆνος, der auf die Spule gezogene Faden des Einschlags; ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοισι πήναις, Eur. Hec. 471; Ion 197; gebräuchlicher in der Diminutivform πηνίον.

Greek (Liddell-Scott)

πήνη: ἡ, ὡς τὸ πηνίον, ὁ μίτος τοῦ καλαμίου («μασουρίου») τῆς κερκίδος ἢ «σαγίττας», τὸ ὑφάδι, καὶ ἐν τῷ πληθ., τὸ ὕφασμα, Εὐρ. Ἑκάβ. 471, Ἴων 197. ΙΙ. τὸ καλάμιον ἢ «μασοῦρι», ὡς τὸ πηνίον, Ἀνθ. Π. 6. 160. (Πρβλ. πῆνος, πηνίον, πηνίζομαι, Πηνελόπεια· Λατ. pannus· Σλαβ. o-pon-a (velum)· Γοτθ. fana (ῥάκος)· Ἀρχ. Γερμ. fano (linteum).)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
trame, tissu, toile.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ο μίτος, το νήμα που τυλίγεται στο μασούρι της σαΐτας του αργαλειού, το υφάδι που διαπλέκεται με το στημόνι του υφάσματος που υφαίνεται
2. στον πληθ. αἱ πήναι
το ύφασμα («ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοις πήναις», Ευρ.)
3. το πηνίο, το μασούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι διάφορες συνδέσεις, που έχουν προταθεί, με: λατ. pannus «ράκος», γοτθ. fana, αρχ. άνω γερμ. fano, γερμ. Fahne «κομμάτι υφάσματος» ή με ένα ρήμα με σημ. «γνέθω» (βλ. λ. πένομαι), προσκρούουν τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Greek Monotonic

πήνη: ἡ,
I. κλωστή στην κουβαρίστρα ή στη σαΐτα του αργαλειού, υφάδι, και στον πληθ., ο ιστός, σε Ευρ.
II. καλάμι ή μασούρι, όπως το πήνιον, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πήνη:1) нить утка, pl. ткань (πῆναι ἀνθόκροκοι Eur.);
2) веретено Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πήνη -ης, ἡ draad om een weefspoel; plur. weefsel.