πρᾶσις
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
εως, Ion. πρῆσις, ιος, Schwyzer 688C6 (Chios, v B.C.), Hdt. (v. infr.), ἡ: (πέρνημι):—
A sale, ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέωνται Hdt.1.153, cf. S.Fr.909, Pl.Sph.223d; ἐπὶ πρήσι for sale, Hdt.4.17; κατὰ πρᾶσιν Hermipp.63.15; πρᾶσιν ἐποιήσατο τοῦ ἀγῶνος Aeschin.1.115; εὑρεῖν π. Ar.Fr.567; π. αἰτεῖν Eup.225: pl., Arist.Pol.1291a5. II of legal documents, contract for farming of taxes, sale, etc., PRev.Laws 55.16 (iii B.C.), POxy.95.13 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 694] ἡ, ion. πρῆσις, das Verkaufen; ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾶσιν, Soph. frg. 756; Her. 1, 153. 4, 17; τῶν σιτίων καὶ ποτῶν, Plat. Soph. 224 a u. öfter; Ggstz ὠνή, ibd. 223 d; πρᾶσιν ποιεῖσθαι, verkaufen, Legg. VIII, 849 b, wie Aesch.. 1, 115; πρᾶσιν αἰτεῖσθαι, von Sklaven gesagt, die verkauft zu werden verlangen, Plut. Thes. 36; Luc. D. D. 27, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾶσις: -εως, Ἰων. πρῆσις, ιος, ἡ· (πιπράσκω)· ― πώλησις, ὠνῇ τε καὶ πρήσι (Ἰων.) χρέονται Ἡρόδ. 1. 153, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 756, Πλάτ. Σοφιστ. 223D· ἐπὶ πρήσι, πρὸς πώλησιν, Ἡρόδ. 4. 17· κατὰ πρᾶσιν Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 15· πρᾶσιν ἀγῶνος ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 16. 22· εὑρεῖν πρ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 477· πρ. αἰτεῖν Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 33· ― πληθ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vente.
Étymologie: πιπράσκω.
Greek Monolingual
-εως, και ιων. τ. πρῆσις, -ιος, ΝΑ
φρ. «πρᾱσις ἐπὶ λύσει»
(αττ. δίκ.) τύπος εμπράγματης ασφάλειας παρεχόμενης κατά τη σύναψη δανείου από τον οφειλέτη προς τον πιστωτή, κατά τον οποίο ο δανειστής γινόταν αμέσως κύριος ενός περιουσιακού στοιχείου συνήθως ακινήτου, που του προσφερόταν ως εγγύηση από τον δανειζόμενο υπό μορφή πώλησης ωσότου εξοφληθεί το χρέος
αρχ.
1. πώληση («ὠνί τε καὶ πρήσι χρέονται», Ηρόδ.)
2. (σε νομικά έγγραφα) συμβόλαιο προς μίσθωση φορολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω)].
Greek Monotonic
πρᾶσις: -εως, Ιων. πρῆσις, -ιος, ἡ (πι-πράσκω), πώληση, εμπόρευμα, ὠνῇ τε καὶ πρήσι (Ιων. δοτ.) χρέωνται, σε Ηρόδ.· ἐπὶ πρήσι, προς πώληση, στον ίδ.· πρᾶσιν ποιεῖσθαι, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
πρᾶσις: ион. πρῆσις, εως ἡ продажа: ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέεσθαι Her. совершать куплю и продажу; ἐπὶ πρήσι Her. для продажи; πρᾶσιν ποιεῖσθαι Plat. совершать продажу, продавать.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρᾶσις -εως, ἡ, Ion. πρῆσις [πιπράσκω] verkoop.