προβλώσκω

From LSJ
Revision as of 08:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβλώσκω Medium diacritics: προβλώσκω Low diacritics: προβλώσκω Capitals: ΠΡΟΒΛΩΣΚΩ
Transliteration A: problṓskō Transliteration B: problōskō Transliteration C: provlosko Beta Code: problw/skw

English (LSJ)

aor. inf. προμολεῖν,

   A go or come forth, go out of the house, δμῳὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν Od.19.25; ὁ δὲ προμολών 4.22, cf.24.388, Il.21.37; μή τι θύραζε προβλώσκειν Od.21.239, cf.Opp.H. 2.252: c.gen., προβλώσκειν μεγάρων Orph.Fr.270.6.

German (Pape)

[Seite 712] (s. βλώσκω), hervorgehen, herausgehen; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, Od. 19, 25; θύραζε, 21, 239. 385; προμολοῦσα, Il. 18, 382; πρόμολ' ὧδε, 392, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προβλώσκω: ἀόρ. ἀπαρ. προμολεῖν· ― ὑπάγωἔρχομαι, παρουσιάζομαι, ἐξέρχομαι τῆς οἰκίας, δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν, «προϊέναι, προέρχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 25· ὁ δὲ προμολὼν Δ. 22, πρβλ. Ω. 388, Ἰλ. Φ. 37· μή τι θύραζε προβλώσκειν Ὀδ. Φ. 239, 385.

French (Bailly abrégé)

prés. et ao.2;
s’avancer, sortir.
Étymologie: πρό, βλώσκω.

English (Autenrieth)

inf. προβλωσκέμεν, aor. 2 πρόμολον, imp. πρόμολε, part. -ών, -οῦσα: come or go forward or forth.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) πηγαίνω ή έρχομαι προς τα εμπρός, παρουσιάζομαι, εξέρχομαι από σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βλώσκω «πηγαίνω, έρχομαι»].

Greek Monotonic

προβλώσκω: Επικ. απαρ. -βλωσκέμεν, αόρ. βʹ απαρ. προμολεῖν· πηγαίνω ή έρχομαι, εξέρχομαι από το σπίτι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

προβλώσκω: (эп. inf. тж. προβλωσκέμεν, 3 л. pl. aor. πρόμολον, imper. πρόμολε, part. προμολών) выходить (θύραζε Hom.): πρόμολ᾽ ὧδε Hom. выйди сюда.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-βλώσκω, ep. praes. inf. προβλωσκέμεν; ep. aor. πρόμολον, imperat. πρόμολε, ptc. προμολών, te voorschijn komen.