πυρίκαυστος

From LSJ
Revision as of 08:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίκαυστος Medium diacritics: πυρίκαυστος Low diacritics: πυρίκαυστος Capitals: ΠΥΡΙΚΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: pyríkaustos Transliteration B: pyrikaustos Transliteration C: pyrikafstos Beta Code: puri/kaustos

English (LSJ)

ον,

   A burnt in fire, Il. 13.564, Plu.2.922a, Vett.Val.127.32; in late Ep. πῠρί-καυτος, Epic. in Arch.Pap.7.4, Nonn.D.10.74, al.    2 caused by a burn (or scald, cf. Gal.13.384), φλυκταινίδες ὥσπερ π. Hp.Epid.2.1.1; π. [ἕλκη] Dsc. 1.68.2, cf. Hp.Fract.27, Arist.Pr.866a6; later πυρίκαυτα ἕλκεα Aret. SA1.9.    3 πυρίκαυστον, τό, plaster for a burn, Thphr.HP9.19.3, Ign.38; ἡ π. ἔμπλαστρος Asclep. ap. Gal.13.525.    II inflammatory, in the form -καυτος, Pl.Ti.85c, Luc.Asin.6, etc.    2 inflamed, ὑπερῴα πυρίκαυτος Aristid.Or.49(25).30.

German (Pape)

[Seite 822] mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; σκῶλος, Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίκαυστος: -ον, ὁ ἐν τῷ πυρὶ κεκαυμένος, Ἰλ. Ν. 563, Πλούτ. 2. 922Α. 2) ὁ ἐκ πυρὸς προξενούμενος, φλυκταινίδες ὥσπερ π. Ἱππ. 994D· ἕλκη π. Διοσκ. 1. 82 (81)· οὕτω μόνον τὰ πυρίκαυστα Ἱππ. 769Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 54, κτλ. 3) πυρίκαυστον, τό, ἔμπλαστρον ἢ ἀλοιφὴ διὰ κεκαυμένον μέρος τοῦ σώματος, Γαλην. ΙΙ. πεφλογισμένος, Πλάτ. Τίμ. 85C, ἐν τῷ τύπῳ -καυτος (ὅπερ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Λουκ. ἐν Λουκ. ἢ Ὄνῳ 6, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 brûlé par le feu;
2 causé par une brûlure.
Étymologie: πῦρ, adj. verb. de καίω.

English (Autenrieth)

(καίω): charred, Il. 13.564†.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυρίκαυστος, -ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, -ον, Α
1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά
2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο
έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα του σώματος
αρχ.
1. (ειδικά) αυτός που έχει καεί στη φωτιά με αποτέλεσμα να γίνει πιο σκληρός
2. (κυρίως στον τ. πυρίκαυτος) α) αυτός που εκπέμπει φλόγες, που αντανακλά μεγάλη θερμότητα («τραῡμα ἔχων πυρίκαυτον αὐτοῡ μοι παρεδρεύσεις», Λουκιαν.)
β) αυτός που παρουσιάζει φλόγαὑπερῴα πυρίκαυτος», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -καυστος / -καυτος (< καυστός / καυτός < καίω), πρβλ. ηλιό-καυστος, νεό-καυ- (σ)τος].

Greek Monotonic

πῠρίκαυστος: -ον ή -καυτος, αυτός που έχει καεί στη φωτιά, διάπυρος, πυρακτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίκαυστος: (ρῐ) обожженный, обгоревший (σκῶλος Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίκαυ(σ)τος -ον [πῦρ, καίω] door verbranding veroorzaakt:; τραῦμα... πυρίκαυτον een brandwond Luc. 39.6; alg. brandend:. πυρίκαυτα νοσήματα ziekten met hoge koorts Plat. Tim. 85c.