πυρακτέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A turn in the fire: hence, harden in the fire, char, Od.9.328. II burn, Nic.Th.688.
German (Pape)
[Seite 819] im Feuer herumdrehen, u. so anglühen, härten, ἐπυράκτεον ἐν πυρὶ κηλέῳ, Od. 9, 328; vgl. Plut. amat. 17; anzünden, -brennen, Nic. Th. 688.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρακτέω: (ἄγω) ἀναστρέφω εἰς τὸ πῦρ, κυρίως ξύλον, ἕως οὗ πυρακτωθῇ καὶ σκληρυνθῇ καὶ καταστῇ δαλός, «ἐμπυρεύω» (Ἡσύχ.) ἐπυράκτεον τὸν μοχλὸν πυρὶ κηλέῳ Ὀδ. Ι. 328. ΙΙ. καίω, Νικ. Θηρ. 688.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. impf. ἐπυράκτεον;
mettre dans le feu, faire rougir ou durcir au feu, acc..
Étymologie: πῦρ, ἀκτός, adj. verb. de ἄγω.
English (Autenrieth)
only ipf. ἐπυράκτεον, I brought to a glow, Od. 9.328†.
Greek Monotonic
πῠρακτέω: μέλ. -ήσω (ἄγω), σκληρύνω στη φωτιά, πυρακτώνω στη φωτιά, καψαλίζω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πῠρακτέω: обжигать (ἐν πυρί, sc. μέγα ῥόπαλον Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρακτέω [πυράζω] harden, hard maken (in het vuur).