σπέος
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
Ep. σπεῖος, τό, Ep.Noun (also in Inscr.Cypr.98 H.),
A cavern, grotto, Od.5.57, etc.; ὑπὸ σ. ἤλασε μῆλα Il.4.279; [Κύκλωπες] οἴκεον ἐν σπήεσσι Od.9.400; ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι ib.114; νῆα . . ὡρμίσαμεν κοῖλον σ. εἰσερύσαντες 12.317.—Hom. uses only the following forms: nom.and acc. sg. σπέος, Il.13.32, ll.cc.; irreg. dat. σπῆϊ 18.402, Od.2.20,al., cf. Hes.Th.297 (σπέϊ in Opp.C.4.246): of the Ep. form σπεῖος, acc. sg. only in Od.5.194; gen. σπείους only in Od. (5.68, al.): of the pl., only dat. σπέσσι and σπήεσσι, only in Od. (1.15, al., 9.400, al.); gen. σπείων h.Ven.263; irreg. dat. pl. σπεάτεσσι, as if from σπέας, in Xenoph.37.
German (Pape)
[Seite 919] τό, ep. σπεῖος, das lat. specus, Höhle, Grotte; acc., ὁπότε σπέος ἤλασε μῆλα, Il. 4, 279; öfter μέγα, γλαφυρόν; σπεῖος, Od. 5, 194, gen. σπείους, 9, 141 u. öfter; dat. σπῆϊ, il. 18, 402 Od. 2, 20 u. öfter, wie Hes. Th. 297; im plur., σπήεσσι, Od. 10, 404. 16, 232 u. öfter; σπέσσι, 4, 403. 23, 335; σπείων, H. h. Ven. 264; Hdn. π. μον. λ. p. 30 ist σπεάτεσσι aus Xenophan. angeführt.
Greek (Liddell-Scott)
σπέος: Ἐπικ. σπεῖος, τό, Ἐπικ. ὀνομ., σπήλαιον, βαθύτερον (ὡς φαίνεται) ἢ τὸ ἄντρον, Nitzsch εἰς Ὀδ. Ε. 57˙ χρησιμεύει ὡς μάνδρα προβάτων, Ἰλ. Δ. 279˙ ὡς κατοικία τῶν Κυκλώπων, Ὀδ. Ι. 400˙ ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι αὐτόθι 114˙ ὡς νεώσοικος ἢ τόπος ἀσφαλὴς πρὸς ἀνέλκυσιν πλοίου, Μ. 317. - Τοῦ τύπου σπέος ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ, Ἰλ. Ν. 32, ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἀνώμαλ. δοτ. σπῆι Σ. 402, Ὀδ. Β. 20, κτλ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 297 (σπέϊ παρ’ Ὀππ. ἐν Κυν. 4. 246)˙ τοῦδε Ἐπικ. τύπου σπεῖος, ἑνικ. αἰτιατ. μόνον ἐν Ὀδ. Ε. 194· γεν. σπείους πολλάκις ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· τοῦ δὲ πληθ. μόνον δοτ. σπήεσσι, ἅπερ ἀπαντῶσι συχν. ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· ἐν Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 264, καὶ γενικ. σπείων· ἀνώμαλ. δοτ. πληθ. σπεάτεσσι, ὡς ἐξ ὀνομ. σπέας, Ξενοφάν. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 30. (Πρβλ. σπήλαιον, σπῆλυξ· Λατ. specus, spelaeum, spelunca). ― Καθ’ Ἡσύχ. «σπήλαιον, ἄντρον».
French (Bailly abrégé)
(τό) :
dat. σπῆϊ, dat. pl. σπέσσι ou σπήεσσι;
antre, caverne.
Étymologie: DELG terme archaïque sans étym.
English (Autenrieth)
gen. σπείους, dat. σπῆι, pl. dat. σπέσσι and σπήεσσι: cave, cavern, grotto; pl., of one with many parts, Od. 16.232.
Greek Monolingual
και επικ. τ. σπεῑος, τὸ, Α
βαθιά σπηλιά, σπήλαιο (α. «ὑπό τε σπέος ἤλασε μῆλα», Ομ. Ιλ.
β. «νύμφη πότνι' ἔρυκε Καλυψώ... ἐν σπέεσι γλαφυροῑσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος πρέπει να συνδέεται με τη λ. σπήλαιον. Ο επικ. τ. σπεῖος με μετρική έκταση].
Greek Monotonic
σπέος: Επικ. σπεῖος, τό, σπηλιά, σπήλαιο, άντρο, λημέρι, σε Όμηρ.· ως προς τον τύπο σπέος, ο Όμηρ. χρησιμ. μόνον ονομ. και αιτ. ενικ., με Επικ. δοτ. σπῆι· ως προς τον τύπο σπεῖος, αιτ. ενικ., γεν. σπείους, δοτ. πληθ. σπέσσι και σπήεσσι· γεν. πληθ. σπείων, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
σπέος: эп. тж. σπεῖος, ους τό (gen. σπέεος и σπείσυς, dat. σπῆϊ и σπήει, pl.: gen. σπείων, dat. σπέσσι, σπήεσσι, σπέεσ(σ)ι и σπεέεσσι) пещера, грот Hom., Hes.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπέος -ους, τό, ep. ook σπεῖος -ους [~ σπήλαιον?] dat. σπῆϊ, plur. σπέσσι, σπήεσσι, grot.