αἰετός
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ὁ, v. sub ἀετός.
Greek (Liddell-Scott)
αἰετός: ὁ, ἴδε ἐν λ. ἀετός.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀετός.
English (Autenrieth)
eagle; the ‘bird of Jove,’ and ‘most perfect’ bird of omen, Il. 24.310 f., Il. 8.247.
English (Slater)
αἰετός (-ός, -οῦ, -όν; -οί, -ῶν)
1 eagle
a lit., εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός (P. 1.6) θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε (P. 2.50) χρυσέων Διὸς αἰετῶν πάρεδρος ἱέρεα (P. 4.4) θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο (sc. Ἀρκεσίλας.) (P. 5.112) ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς (N. 3.80) καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί (N. 5.21) ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῤόμβον ἴσχει (I. 4.47) πέμψεν θεὸς ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν (I. 6.50)
b pediment = ἀέτωμα, cf. (O. 13.21) χρύσεαι δ' ἕξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (v. 1. ἀετοῦ. of the third temple of Apollo at Delphi.) (Pae. 8.70)
c test. v. ὀμφαλός fr. 54.
Spanish (DGE)
v. ἀετός.
Greek Monotonic
αἰετός: Επικ. και Ιων. αντί ἀετός.
Russian (Dvoretsky)
αἰετός: эп.-ион. = ἀετός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: eagle (Il.).
Other forms: Att. ἀετός; αἰβετός ἀετός, Περγαῖοι H. (β = F); αἰητός Arat. 522 (artificial: DELG)
Origin: IE [Indo-European] [86] *h₂eu-i- bird
Etymology: From *αἰϜετος < *αϜι-ετός, cf. Lat. avis. -ετο- as in νιφετός, πυρετός; Schwyzer 501. (Αἴητός does not allow the conclusion of a substr. word, Fur.115 n.4.) Not Semitic (Astour JAOS 86, 1966, 278B).