εἰρεσιώνη

From LSJ
Revision as of 00:23, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρεσῐώνη Medium diacritics: εἰρεσιώνη Low diacritics: ειρεσιώνη Capitals: ΕΙΡΕΣΙΩΝΗ
Transliteration A: eiresiṓnē Transliteration B: eiresiōnē Transliteration C: eiresioni Beta Code: ei)resiw/nh

English (LSJ)

ἡ, (εἶρος)

   A branch of olive or laurel wound round with wool and hung with fruits, dedicated to Apollo and borne about by singing boys at the Πυανόψια and Θαργήλια, while offerings were made to Helios and the Hours, and afterwards hung up at the house-door, Eup.119, Ar.Eq.729, V.399, Pl.1054, cf. Paus.Gr.Fr.157, Sch.Ar. ll. cc.    2 the song itself, Hom.Epigr.15, Plu.Thes. 22.    II crown hung up in honour of the dead, IG3.1337, Alciphr. 3.37.    2 generally, wreath, J.AJ3.10.4; cf. εἰρυσιώνη.

German (Pape)

[Seite 735] ἡ (εἶρος), ein mit Wolle umwundener Oliven- oder Lorbeerzweig, den man an den Festen Πυανέψια u. Θαργήλια, während dem Helios u. den Horen geopfert wurde, von Knaben umhertragen ließ u. dann an die Thüren stellte, vgl. Schol. Ar. Equ. 725 Plut. 1025; Ar. a. a. O. und Vesp. 399; ἀναθῶμεν τούτοις τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας Eupol. B. A. 329; Plut. Thes. 22. Auch der dabei übliche Gesang heißt so, u. dah. auch andere Bettellieder, Hom. epigr. 15. – Bei Alciphr. 3, 37 ein Kranz, der einem Todten zu Ehren aufgehängt wird. Vgl. Inscr. I p. 537.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρεσιώνη: ἡ, (εἶρος) κλάδος ἐλαίας, ἢ δάφνης ἐρίοις πεπλεγμένος καὶ ἔχων προσκρεμαμένους παντοειδεῖς καρπούς, φερόμενος δὲ ὑπὸ παίδων ᾀδόντων κατὰ τὰ Πυανέψια καὶ τὰ Θαργήλια, ἐνῷ ἐγίνοντο προσφοραὶ τῷ Ἡλίῳ καὶ ταῖς Ὥραις· ἀκολούθως ἐκρεμᾶτο ὑπὲρ τὴν θύραν τῆς οἰκίας ἔνθα ἔμενε μέχρι τοῦ ἑπομένου ἔτους, ὅτε ἤλλασσον αὐτήν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 729, Σφ. 399, Πλ. 1054. Ἐκαλείτο δὲ καὶ τὸ ᾀδόμενον ᾆσμα εἰρεσιώνη, ἥτις κατήντησεν ἔπειτα τὸ γενικὸν ὄνομα τῶν ὑπὸ τῶν ἐπαιτῶν ᾀδομένων ᾀσμάτων, ὡς τὸ ἐν τοῖς Ὁμ. Ὕμν. 15. Ἴδε Ilgen Opusc. Philol. 1. σ. 129 κἑξ. Πλουτ. Θησ. 21, Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. στέφανος κρεμάμενος πρὸς τιμὴν νεκροῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 956, Ἀλκίφρων 3. 37.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 branche d’olivier, chargée de fruits et entourée de laine, qu’on portait aux Pyanepsies (Πυανέψια) et aux Thargélies (Θαργήλια);
2 cantique qu’on chantait à ces fêtes.
Étymologie: εἶρος.
Par. θαλλός, ἱκετηρία.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): εἰρυ- Ath.Council.240.12 (II a.C.), ID 2081.21 (I a.C.)
1 iresiona, rama de olivo con cintas de lana y primicias de frutos, llevada de puerta en puerta en Atenas, en las fiestas Pianepsias en honor de Apolo, Ar.Eq.729, V.399, Pl.1054, Eup.131, Timocl.38, Lycurg.Fr.82, 83, SEG 7.14.5 (Susiana I d.C.), Ἀττικὴ εἰ. Hipparch.Fr.Geog.2, τῷ Ἀπόλλωνι τὴν εἰρυσιώνην ἀνέθηκαν κατὰ τὰ πάτρια Ath.Council.l.c., τὴν δ' εἰρεσιώνην ἐκφέρουσι, κλάδον ἐλαίας ἐρίῳ μὲν ἀνεστεμμένον ... παντοδαπῶν ... ἀνάπλεων καταργμάτων ... Plu.Thes.22, cf. Paus.Gr.ε 17, Sud.
en la fiestas Targelias, llevada en procesión al templo de Helio y las Horas, Sch.Ar.Eq.729a, Pl.1054c
en Delos ἐνέγκαντα τὴν εἰρυσιώνην τῷ Ἀπόλλωνι ID l.c.
como tít. de una canción popular propia de la ocasión, en Atenas Carm.Pop. en Plu.Thes.22, en Samos, Ps.Hdt.Vit.Hom.33.
2 corona funeraria εἰρεσιώνην ἐξ ἀνθῶν πλέξασα Alciphr.2.35.1, nupcial σὸν θάλαμον ῥοδόεντα διέπλεκεν εἰρεσιώναις Dioscorus 32A.14
en la fiesta judía de los tabernáculos εἰ. μυρσίνης καὶ ἰτέας I.AI 3.245.

• Etimología: Forma en -ωνη, propia de nombres de plantas (cf. ἰασιώνη, etc.) sobre el tema de εἶρος q.u.

Greek Monolingual

εἰρεσιώνη, η (AM) (Α και εἰρυσιώνη)
μσν.
είδος αγριελιάς
αρχ.
1. κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με μαλλί, καρπούς και φιαλίδια με λάδι, κρασί και μέλι, σύμβολο γονιμότητας το οποίο πρόσφεραν παιδιά τραγουδώντας στον Απόλλωνα ή το κρεμούσαν στις πόρτες τών σπιτιών
2. το τραγούδι τών παιδιών κατά την περιφορά της ειρεσιώνης
3. στεφάνι προς τιμήν νεκρού.

Greek Monotonic

εἰρεσιώνη: ἡ (εἶρος), κλαδί από καρπούς ελιάς ή δάφνης πλεγμένο με μαλλί (προβάτου), που κρατιέται από αγόρια που τραγουδούν στα Πυανέψια και στα Θαργήλια. Αργότερα το κρεμούσαν στην πόρτα του σπιτιού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰρεσιώνη:εἶρος
1) лавровый или масличный венок, перевитый шерстью (который носился во время праздников Πυανέψια и Θαργήλια) Arph.;
2) иресиона (песня, исполнявшаяся в праздники Πυανέψια и Θαργήλια Plut.; тж. песня странствующих нищих Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: a with red and white bands adorned and with fruits decorated oil- or laurel twig as symbol of fertility (Ar.), a song when carried around (Hom. Epigr., Plu.), wreath (of honour) (hell.);
Other forms: also εἰρυσιώνη (Delos Ia), folketymological reshaping, after εἰρύομαι protect.
Origin: IE [Indo-European] [??] *u̯eru̯-es- wool-
Etymology: For the formation cf. the plant names in -ώνη ap. Chantr. Form. 207f.; Strömberg Pflanzennamen 81 recalls ἰασιώνη; further unknown. Often, but without much ground, derived from εἶρος; Chantraine thinks of Ἐρέσιος surname of Apollon (H.); cf. Myc. Wewesijeja \/Werwes-\/. Diff. Schönberger Glotta 29, 85ff. and Grošelj Živa Ant. 1, 122f.; cf. Meid IF 62, 277 A. 22.