ῥικνός

From LSJ
Revision as of 07:35, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥικνός Medium diacritics: ῥικνός Low diacritics: ρικνός Capitals: ΡΙΚΝΟΣ
Transliteration A: rhiknós Transliteration B: rhiknos Transliteration C: riknos Beta Code: r(ikno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A shrivelled with cold,= πεφρικώς, S.Fr.1091; shrivelled by old age or disease, shrunk, contracted, Hp.Prog.2 (s. v.l.), Xenarch.4.8, Cerc.2, Call.Fr. 49, etc.: generally, withered, shrivelled, crooked, Ἥφαιστος ῥικνὸς πόδας h.Ap.317; ἅψεα Opp.C.2.346; ῥικνοὶ πόδες A.R.1.669, cf.APl. 4.306 (Leon.); ῥ. καὶ κώδιον shrivelled and (like) leather, IG14.1363.15 (Rome, iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 843] eigtl. vor Kälte (ῥῖγος, dah. sich auch ῥιγνός geschrieben findet) starr, steif, zusammengezogen, erstarrt; Phot. erkl. ὁ πεφρικώς, aus Soph. es citirend; πόδας, krummfüßig, H. h. Apoll. 317; übh. zusammengezogen, gebogen, gekrümmt, krumm, mit runzliger Haut, bes. vor Alter u. Magerkeit, Xenarch. com. bei Ath. XIII, 569 b; Ap. Rh. 1, 669. 2, 198 u. a. sp. D., wie πόδας βαρύν, ἅψεα ῥικνόν Opp. Cyn. 2, 346; πούς, Leon. Tar. 37 (Plan. 306); von Pflanzen, ῥικνὰ θυμέων περικνίδια, Zon. 6 (IX, 226); auch Hippocr.; u. in späterer Prosa, ῥικνὸς τὸ σῶμα Luc. bis acc. 16; hart, χελώνη, Cercidas bei Stob. flor. 58, 10; πρεσβύτην ὀφθῆναι ῥικνόν, Alciphr. 1, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ῥικνός: -ή, -όν, κατάξηρος, «ζαρωμένος» ἐκ τοῦ ψύχους, «ῥικνός: ὁ πεφρικώς, παρὰ Σοφοκλεῖ» Φώτ., Σοφ. Ἀποσπ. 942· «ῥικνοῖσι, ῥυσοῖς, ἡ δὲ λέξις παρὰ Καλλιμάχῳ» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 669 (Καλλ. Ἀποσπ. 49), κτλ.· ἴδε Littré εἰς Ἱππ. Προγν. 37· - καθόλου, ἐξηραμμένος, κεκυρτωμένος, «στραβός», ῥικνὸς πόδας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 317· ἄψεα Ὀππ. Κυν. 2. 346· ῥικνοὶ πόδες Ἀπολλ. Ρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γούνατα Ἀνθ. Πλαν. 306· ῥ. κῴδιον Συλλ. Ἐπιγρ. 6203 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μακρός, μικρόσωμος, λεπτῇ, παχείᾳ, μακρᾷ, ῥικνῇ, νέᾳ, παλαιᾷ, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ». (Πιθαν. ἀντὶ ῥιγνὸς (ὅπερ παρ’ Ἡσύχ.), ἐκ τοῦ ῥῖγος). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοὶ· ἰσχνοὶ σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», καὶ «ῥικνοτέρους· ἀσθενεστέρους», καὶ «ῥικνὴν ὄψιν· φρικτήν».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 contracté, resserré par le froid;
2 contracté, resserré par l’âge, les infirmités;
3 contracté, resserré, déformé en gén. en parl. des membres, particul. des pieds ou des genoux.
Étymologie: ῥῖγος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥικνός, -ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, -εῑα, -ύ Α
ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, γεμάτος ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί
ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», Ησύχ.
β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
μουδιασμένος, μαζεμένος από το κρύο.
επίρρ...
ῥικνῶς
Α
φρ. «ῥικνῶς ἔχω» — είμαι γεμάτος ρυτίδες από τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίθ. ῥικνός και ῥοικός αποτελούν λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας Ελληνικής, οι οποίες αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες και ανάγονται στην ΙΕ ρίζα wr-ei- «στρέφω, γυρίζω» (πρβλ. ῥαιβός) με ουρανικό ένθημα -κ-. Ο τ. ῥικνός εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας και επίθημα -νός (πρβλ. τραγα-νός), ενώ ο τ. ῥοικός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα και μπορεί να συνδεθεί με τ. όπως: λιθουαν. rāišas «κουτσός, παράλυτος», μέσ. αγγλ. wrāh «τρελός, πεισματάρης»].

Greek Monotonic

ῥικνός: -ή, -όν, ζαρωμένος, ξερός απ' το κρύο· γενικά, ζαρωμένος, κυρτός, καμπουριαστός, στραβός, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥικνός: 1) съежившийся Soph.;
2) искривленный (περικνίδια Anth.): ῥ. πόδας HH кривоногий.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: bent, crooked, shrivelled (of age, dryness, cold), stiff (ep. poet. h.Ap.); ῥικνοφυεῖς τὰς στρεβλὰς καὶ πεπιεσμένας H.
Compounds: ἐπί-ρρικνος somewhat bent (X., Poll.).
Derivatives: ῥικν-ήεις id., enlarged form (Nic.); -ότης = καμπυλότης H.; -ώδης shrivelled (Hp., AP); ῥικνόομαι, rarely with κατα-, δια-, to shrivel, to contract, to contort (S., Arist., Opp.) with ῥίκνωσις f. shrivelling, wrinkledness (Hp.). -- Beside it ῥοικός crooked, bowlegged (Archil., Hp., Arist.). -- Further ῥικάζεται H. as explanation (beside στροβεῖται) of ῥιξικάζεται (s.v.).
Origin: IE [Indo-European] [1158] *wroiḱ- turn, envelop, crooked
Etymology: With ῥικ-νός : ῥοικ-ός cf. e.g. πικ-ρός : ποικ-ίλος. With ῥοικός agree Lith. ráišas (raĩšas) limping, lame (cf. for the meaning κυλλός crooked, crippled), Germ., MEng. wrāh wrong, stubborn, NDutch wreeg stiff, formally also Av. urvaēsa m. whirlwind, tuningpoint of the racecourse, IE *u̯riḱo-s m. approx. turning, curvature, adj. turned, crooked. Beside it from IE *u̯reiḱo-s a.o. MLG wrīch forbidden, distorted, fixed, stiff etc. Corresponding primary verbs: a zero grade yot-present in Av. urvis-ya- turn in circles, turn about; a full grade root-present in OE wrēon (PGm. *u̯rīhan, IE *u̯reiḱ-) with pret. wrāh (PGm. *u̯raih, IE *u̯roiḱ-a) envelop (on the meaning cf. εἰλύω and 2. εἰλέω; s.vv.). A denominative or deverbative deriv. is the ἅπ. λεγ ῥικάζεται H.; the form ῥιξικά-ζεται, thus glossed (and with στροβεῖται), must, if at all rightly transmitted, be an expressive enlargement; cf. Baunack Phil. 70, 370. -- Further representatives of this richly developed root in WP. 1, 278 f.. Pok. 1158f., W.-Hofmann s. rīca ('enveloping kerchief'; IE *u̯reiḱā), Fraenkel s. ráišas 1.; there rich lit.