τηλία

From LSJ
Revision as of 19:58, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλία Medium diacritics: τηλία Low diacritics: τηλία Capitals: ΤΗΛΙΑ
Transliteration A: tēlía Transliteration B: tēlia Transliteration C: tilia Beta Code: thli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A board or table with a raised rim or edge, to prevent meal and pastry placed on it from falling off, corn-seller's or baker's board, Pherecr.126, Peithol. ap. Arist.Rh.1411a14, cf. HA578a1 (hence cj. for ἑστίας in Hippiatr.1), BGU1117.11 (i B.C.), Sch.Ar.Pl.1038 (citing Eup.194), AB275: but in Ar. l.c. (1037) apptly. hoop of a corn-sieve, κοσκίνου κύκλος Sch.    2 table or stage whereon game-cocks and quails were set to fight, Aeschin.1.53, Poll.9.108, Alciphr.3.53: generally, gambling-table, ABl.c.    3 chimney board, trap-door, Ar.V.147.--A form σηλία is cited in Sch.Ar. l.c., cf. σήμερον, τήμερον; v. σαλία.

German (Pape)

[Seite 1106] ἡ, att. statt des ion. u. gemeinen σηλία, das Sieb, der Siebrand; Schol. Ar. Plut. 1037 κοσκίνου κύκλος, der noch hinzusetzt ἢ σανὶς πλατεῖα, ἐφ' ἧς ἄλφιτα ποιοῦσιν, wozu ein Beispiel aus Eupolis angeführt wird: τινὲς δὲ τηλίαν ξύλον φασὶ πλατύ, εἰς ὃ οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπιξηραίνουσι· ἄλλοι δὲ τηλίαν τὸ τῆς καπνοδόχης πῶμα, ὅ ἐστι περιφερές, Deckel des Rauchfangs; vgl. Ar. Vesp. 147. Wahrscheinlich also übh. eine Fläche mit einem erhöhten od. vorspringenden Rande. – Auch der Tisch oder das Brett, auf welchem man Würfel spielte; ἡ τηλία τίθεται, Aesch. 1, 53; vgl. Poll. 7, 203; B. A. 307. – Auch das Gerüst, auf dem man Streithähne u. Wachteln kämpfen ließ, Poll. 9, 108; Arist. rhet. 3, 10 führt an Σηστὸς τηλία Πειραιῶς.

Greek (Liddell-Scott)

τηλία: ἡ, σανὶς ἢ τράπεζα μεθ’ ὑπερεχούσης περιφερείας ὅπως μὴ ἐκπίπτῃ τὸ ἄλευρον ἢ τὸ ζυμαρικόν, πλατεῖα σανὶς ἀλφιτοπωλική, οἵα ἡ τῶν πωλούντων τὰ κουλλούρια νῦν, Τουρκ. ταβλᾶς, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 7, Πειθόλ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 3, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1037, Α. Β. 275. 15· - ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ξύλινον περιθώριον κοσκίνου σιτηρῶν, κοσκίνου κύκλος Σχόλ., «περιφέρεια κοσκίνου» Ἡσύχ. 2) τράπεζαεἶδος σκηνῆς, ἐφ’ ἧς ἀλεκτρυόνες μαχητικοὶ ἢ ὄρτυγες ἐτίθεντο ὅπως συμπλακῶσι, «καὶ τηλίᾳ μὲν ὁμοίᾳ τῇ ἀρτοπώλιδι κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας ἐπὶ ταῖς μάχαις ταῖς πρὸς ἀλλήλους» (Πολυδ. Θ΄, 108) Αἰσχίν. 8. 221, Ἀλκίφρ. 3. 53· καθόλου, τράπεζα κυβευτική· «ἡ τηλία δὲ σανὶς ἀλφιτοπωλικὴ πλατεῖα, προσηλωμένας ἔχουσα κύκλῳ σανίδας τοῦ μὴ τὰ ἄλφιτα ἐκπίπτειν, καὶ ἐπ’ αὐτῆς οἱ κυβεύοντες παίζουσι» Α. Β. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) πῶμασκέπασμα καπνοδόχου, Ἀριστοφ. Σφ. 147. - Τύπος τις σηλία μνημονεύεται παρὰ τῷ Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. σήμερον, τήμερον.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 cercle d’un crible;
2 endroit où avaient lieu les combats de coq;
3 couvercle d’un trou de cheminée.
Étymologie: DELG cf. διαττάω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και δωρ. τ. σηλία και σαλία, Α
νεοελλ.
πάγκος, τεζάκι υπαίθριου μικροπωλητή
αρχ.
1. τραπεζάκι ή σανίδα με περιφέρεια που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το αλεύρι ή τα ζυμαρικά
2. τραπέζι για να παίζουν κύβους, ζάρια
3. τραπέζι ή μικρή εξέδρα για αλεκτορομαχίες
4. ξύλινο περιθώριο κόσκινου («οὐ ἡ τηλία τίθεται καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσιν», Αισχίν.)
5. σκέπασμα καπνοδόχου («ἀτὰρ οὐκέτ' ἐρρήσεις γε, ποῡ 'σθ' ἡ τηλία;», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει κατάλ. -ία (πρβλ. κλισ-ία, σχεδ-ία) και δηλώνει ορισμένα αντικείμενα με συγκεκριμένες, ειδικές χρήσεις που διαφέρουν μεταξύ τους. Κατά την επικρατέστερη άποψη, αρχική σημ. του τ. τηλία / σηλία πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «ξύλινο περιθώριο κόσκινου σιτηρών», από την οποία προήλθαν οι υπόλοιπες ειδικότερες σημ. του τ., οπότε η λ. μπορεί να συνδεθεί με τα ρ. σήθω και διαττῶ, που έχουν τη σημ. «κοσκινίζω». Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα tel- «επίπεδος» (πρβλ. αρχ. ινδ. talam «επιφάνεια», λατ. tellus «γη»), η οποία, όμως, δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις διάφορες σημ. της λέξης].

Greek Monotonic

τηλία: ἡ,
1. σανίδα ή τραπέζι με υψωμένες γωνίες, σανίδα αρτοποιού, παρ' Αριστ.
2. τραπέζι ή είδος σκηνής, στην οποία τα μαχητικά κοκκόρια και τα ορτύκια τοποθετούνταν για μάχη, σε Αισχίν.
3. σκέπασμα καπνοδόχου, σε Αριστοφ.
4. στεφάνι κόσκινου σιτηρών, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τηλία:
1) обод решета Arph.;
2) печная вьюшка Arph.;
3) помост для бойцовых петухов и перепелов Aeschin.;
4) лоток булочника Arst.