κιγκλίζω
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
A wag the tail, as the bird κίγκλος does: metaph., change constantly, οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν Thgn. 303.
German (Pape)
[Seite 1436] oft schnell hin u. her bewegen, wie der Vogel κίγκλος den Schwanz schnell hin u. her bewegt; übertr., οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον ἀλλ' ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν κινεῖν Theogn. 303, verändern.
Greek (Liddell-Scott)
κιγκλίζω: σείω τὴν οὐρὰν ὡς πτηνόν· ― μεταφορ., συνεχῶς μεταβάλλομαι, οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ’ ἀτρεμίζειν Θέογν. 303· πρβλ. προσκιγκλίζω.
French (Bailly abrégé)
remuer vivement les hanches, la queue ; fig. changer sans cesse.
Étymologie: κίγκλος.
Greek Monolingual
(I)
κιγκλίζω (Α) κίγκλος
1. κουνώ, σαλεύω κάτι εδώ κι εκεί, κουνώ την ουρά σαν το πτηνό κίγκλος («κιγκλίζει
σαλεύει, μοχλεύει, κινεῑ», Ησύχ.)
2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω συνεχώς («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν κινεῑν», Θέογν.).
(II)
κιγκλίζω (Μ) κιγκλίς
περιβάλλω, περιφράσσω με κιγκλίδωμα.
Greek Monotonic
κιγκλίζω: (κίγκλος), κουνώ την ουρά σαν πτηνό· μεταφ., αλλάζω συνεχώς, σε Θέογν.