ἐπεξευρίσκω

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεξευρίσκω Medium diacritics: ἐπεξευρίσκω Low diacritics: επεξευρίσκω Capitals: ΕΠΕΞΕΥΡΙΣΚΩ
Transliteration A: epexeurískō Transliteration B: epexeuriskō Transliteration C: epeksevrisko Beta Code: e)peceuri/skw

English (LSJ)

   A devise or discover besides, Hdt.2.160; τι πρὸς ἀσφάλειαν J.AJ15.8.5:—Pass., ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arist.Pol.1331a14.

German (Pape)

[Seite 916] (s. εὑρίσκω), noch dazu erfinden, παρὰ ταῦτα οὐδὲν ἐπεξευρεῖν Her. 2, 160; Arist. Pol. 7, 11 u. Sp., wie Theon. progymn. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεξευρίσκω: προσέτι ἐφευρίσκω, Ἡρόδ. 2. 160. ΙΙ. προσέτι, ἀνακαλύπτω, πολεμικὰς χρείας, τάς τε ἄλλας καὶ τὰς νῦν ἐπεξευρημένας Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11.

French (Bailly abrégé)

inventer en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐξευρίσκω.

Greek Monolingual

ἐπεξευρίσκω (Α)
1. ανακαλύπτω, βρίσκω επί πλέον («ἀεί τι πρὸς ἀσφάλειαν ἐπεξευρίσκω»)
2. εφευρίσκω επίσης.

Greek Monotonic

ἐπεξευρίσκω: μέλ. -εξευρήσω, εφευρίσκω επιπλέον, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεξευρίσκω: 1) изобретать, придумывать: τούτων δικαιότερον ἐπεξευρέειν Her. придумывать (что-л.) получше этого;
2) открывать, находить (ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arst.).

Middle Liddell

fut. -εξευρήσω
to invent besides, Hdt.