παρορώ

From LSJ
Revision as of 11:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek Monolingual

(I)
παρορῶ, -άω, ΝΜΑ
1. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι χωρίς να προσέχω
2. παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι κάτι, δεν το υπολογίζω, δεν το θεωρώ σοβαρό ή αξιόλογο («τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου μὴ παρίδης», ΠΔ)
3. αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι («τοὺς μὲν τιμᾷ, τοὺς δὲ παρορᾷ», Δίων. Κάσσ.)
νεοελλ.
κλείνω τα μάτια σε κάτι, κάνω στραβά μάτια, κάνω πως δεν βλέπω
αρχ.
1. παραχωρώ, επιτρέπω σε κάποιον κάτι
2. βλέπω άλλα αντ' άλλων, νομίζω ότι είδα κάτι ενώ είδα άλλο πράγμα («ὅσα τε παρακούειν ἤ παρορᾱν ἤ τι ἄλλο παραισθάνεσθαι λέγεται», Πλάτ.)
3. κοιτάζω προς τα πλάγια («ὥστ' εἰς τὸ πλάγιον παρορᾱν ἤ εἰς τὸ πρόσθεν», Αριστοτ.).
(II)
-έω, Α
βρίσκομαι δίπλα, συνορεύω («ἡ παροροῡσα χώρα τῷ ίερῷ», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ορῶ (< -ορος < ὅρος), πρβλ. ομ-ορώ].