ρύπος
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
(I)
ο / ῥύπος, ΝΜΑ, και ετερόκλιτος τ. πληθ. ῥύπα, τὰ, Α
1. ακαθαρσία, βρομιά, λέρα (α. «κάθηράν τε ῥύπα πάντα», Ομ. Οδ.
β. «ὁ ἐν τοῑς ὠσὶ ῥύπος», Αριστοτ.)
2. μτφ. κηλίδα που σκιάζει το ήθος ενός ατόμου, που αμαυρώνει το καλό του όνομα, όνειδος, στίγμα
νεοελλ.
οικολ. κάθε ουσία, οργανική ή ανόργανη, που συντελεί στη. ρύπανση και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος («χημικοί ρύποι»)
αρχ.
(στούς Αττ.) το κερί με το οποίο σφράγιζαν τα έγγραφα, βουλοκέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ῥύπος ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα srup- της ΙΕ ρίζας sreup- «βρομιά, ακαθαρσία» (πρβλ. σλαβ. strup6, ρωσ. strup). Εξάλλου, παράλληλα προς τον τ. ῥύπος, υπάρχει το ζεύγος ῥυπαρός: ῥυπαίνω, που είτε πρόκειται για παλιότερο σχηματισμό είτε σχηματίστηκε μεταγενέστερα κατά το σχήμα μιαρός: μιαίνω.
(II)
-ους και ιων. τ. γεν. -εος, τὸ, Α
ο φλοιός, το ακάθαρτο επιφανειακό στρώμα του τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ῥύπος (ὁ) με αλλαγή γένους].