προσεῖδον

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεῖδον Medium diacritics: προσεῖδον Low diacritics: προσείδον Capitals: ΠΡΟΣΕΙΔΟΝ
Transliteration A: proseîdon Transliteration B: proseidon Transliteration C: proseidon Beta Code: prosei=don

English (LSJ)

inf. προσῐδεῖν, part. προσῐδών, aor. 2 without pres. in use, προσοράω being used instead:—

   A look at or upon, Hes.Fr.93.2, Hdt.1.129, A.Pr.553 (lyr.), S.OT1372, etc.; π. φάος ἀλίω Sapph.69:—Med. προσῐδέσθαι, first in Pi.P.1.26, A. Pers.48 (anap.), 694 (lyr.) (found as v.l. in Od.13.155, Hes.Sc. 386).    II Pass. προσείδομαι, to be like, A.Ch.178.

Greek (Liddell-Scott)

προσεῖδον: ἀπαρ. προσῐδεῖν, μετοχ. προσῐδών, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος· ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται ὁ ἐνεστ. προσοράω (πρβλ. ὡσαύτως πρόσοιδαβλέπω πρός τινα ἢ πρός τι, Ἡσ. Ἀποσπ. 64, 2, Ἡρόδ. 1. 129, Αἰσχύλ. Πρ. 553, Σοφ., κλπ. ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσῐδέσθαι, πρῶτον παρὰ Πινδ. Π. 1. 49, Αἰσχύλ. Πέρσ. 48, 694, (διότι ἐν Ὀδ. Ν. 155 ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι προΐδωνται, καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 386 προϊδέσθαι). ΙΙ. Παθ. προσείδομαι, εἶμαι ὅμοιος, Αἰσχύλ. Χο. 178· ἴδε εἴδω Α. ΙΙ. 3.

Greek Monotonic

προσεῖδον: απαρ. -ῐδεῖν, μτχ. -ῐδών, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, προσοράω, χρησιμοποιούμαι στη θέση άλλου,
I. παρατηρώ ή βλέπω σε, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. Παθ., προσείδομαι, μοιάζω, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεῖδον indic. aor. act., voor praes. vormen, zie προσοράω, kijken naar.

Middle Liddell

inf. -ῐδεῖν part. -ῐδών [aor2 without any pres. in use, προσοράω being used instead.]
I. to look at or upon, Hdt., Aesch., etc.:—also in Mid. προσῐδέσθαι, Pind., Aesch.
II. Pass. προσείδομαι, to be like, Aesch.