ῥώξ

From LSJ
Revision as of 12:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥώξ Medium diacritics: ῥώξ Low diacritics: ρωξ Capitals: ΡΩΞ
Transliteration A: rhṓx Transliteration B: rhōx Transliteration C: roks Beta Code: r(w/c

English (LSJ)

(A), ῥωγός, ἡ, (ῥήγνυμι)

   A breach: in Od.22.143, ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο, the sense is dub.; it seems to mean narrow entrances or passages leading to the hall.
ῥώξ (B), ῥωγός, ἡ (ὁ in LXXIs.65.8),=

   A ῥάξ 1, Archil.191; τοῦ ἀμπελῶνος LXX Le.19.10, cf. Ph.2.390 (v.l.); ἐλαίας LXX Is.17.6.    2 = ῥάξ 4, in pl., Ruf. ap. Orib.25.1.32.    3 = ῥάξ 3, Nic.Th.716.

German (Pape)

[Seite 855] ὁ od. ἡ, gen. ῥωγός, 1) Riß, Ritze, Spalt; ῥῶγες μεγάροιο, Od. 22, 143, die engen Zugänge zum Gemach, entweder eine enge Seitenthür, od. Fensteröffnungen. – 2) ἡ ῥώξ, = ῥάξ, Weinbeere, Diosc.; auch eine ihr ähnliche giftige Spinnenart, φαλάγγιον, Nic. Ther. 716; vgl. Lob. Phryn. 76; Jac. A. P. p. 127. 502.

Greek (Liddell-Scott)

ῥώξ: «κόκκος. ἢ εἶδος φαλαγγίου» Ἡσύχ.
ῥωγός, ἡ, (ἴδε ῥήγνυμι)· - ῥῆγμα, ἄνοιγμα ἐν Ὀδ. Χ. 143, τό: ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο φαίνεται ὅτι σημαίνει: διὰ τῶν στενῶν διόδων ἢ διαδρόμων τῶν ἀγόντων εἰς τὸ μέγαρον, ἴδε τὸ περὶ Ὁμήρου πόνημα τοῦ Jebb (Jebb’s Homer) σ. 184. 2) τεθραυσμένον τεμάχιον, σύντριμμα, Κλήμ. Ἀλ. 473. ΙΙ. = ῥάξ, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

1ῥωγός (ἡ) :
fente, ouverture (porte ou fenêtre).
Étymologie: ῥήγνυμι.
2ῥωγός (ἡ) :
ion. et gr. tard. c. ῥάξ.

English (Autenrieth)

ῥωγός (ϝρήγνῦμι): pl., clefts, loop-holes or windows in the rear wall of the μέγαρον, to light the stairway behind them, Od. 22.143. (See cut No. 83.)

Greek Monotonic

ῥώξ: ῥωγός, ἡ (ῥήγνυμι), ρήγμα, άνοιγμα, σε Ομήρ. Οδ.· ῥῶγες μεγάροιο, στενές δίοδοι, διάδρομοι που οδηγούν στο μέγαρο, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥώξ: ῥωγός ἡ щель или узкий проход (ῥῶγες μεγάροιο Hom.).

Frisk Etymological English

1. Meaning: tore
See also: s. ῥήγνυμι.
2. Meaning: grape
See also: s. ῥάξ.

Middle Liddell

ῥώξ, ῥωγός, ῥήγνυμι
a cleft: in Od., ῥῶγες μεγάροιο are narrow passages leading to the hall.