ἀνωφελής

From LSJ
Revision as of 13:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωφελής Medium diacritics: ἀνωφελής Low diacritics: ανωφελής Capitals: ΑΝΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: anōphelḗs Transliteration B: anōphelēs Transliteration C: anofelis Beta Code: a)nwfelh/s

English (LSJ)

ές,

   A unprofitable, useless, ἁβροσύναι Xenoph.3.1; γόοι A.Pr.33; σκιά S.El.1159; πάντα ἀ. ἦν Th.2.47; ἀ. αὑτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Pl.R.496d,al.    2 hurtful, prejudicial, Th.6.33; τινί Pl.Prt.334a, X.HG1.7.27: Comp. -έστερος E.Fr.48, X.Cyn.13.11, Pl.Hp.Ma.284e. Adv. -λῶς Arist.EN1095a5, PLond. 3.908.28 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 269] ές, nutzlos, γόος Aesch. Prom. 33; Eur. Suppl. 251; schädlich, τινί Plat. Prot. 334 a u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφελής: -ές, ὁ μὴ ὠφέλιμος, ἄχρηστος, ἀφροσύναι Ξενοφάν. 3. 1· γόοι Αἰσχύλ. Πρ. 33· σκιὰ Σοφ. Ἠλ. 1159 πάντα ἀν. ἦν Θουκ. 2. 47· ἀν. αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Πλάτ. Πολ. 496D κ. ἀλλ. 2) ἐπιβλαβής, βλαπτικός, Θουκ. 6. 33· τινὶ Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Ξεν. - Συγκρ. -έστερος Εὐρ. Ἀποσπ. 49. - Ἐπίρρ. -λῶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 inutile, vain;
2 nuisible à, τινι.
Étymologie: ἀ, ὄφελος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1inútil, no provechoso ἁβροσύναι Xenoph.B 3.1, cf. Democr.B 175, γόοι A.Pr.33, σκιά S.El.1159, πάντα ἀ. ἦν Th.2.47, ἀ. αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Pl.R.496d, κίνησις Arist.IA 708a20, διήγημα Plb.1.14.6, ἡ φιλοσοφία Arist.Pol.1259a9, ὑετός LXX Pr.28.3, πενθεροί E.Hipp.636, γυνή E.Hipp.638, οἳ μὲν ὄλβιοι E.Supp.239, cf. Or.1616, Pl.Cra.417d
subst. τὸ ἀ. Ep.Hebr.7.18, PMasp.156.31 (VI d.C.).
2 c. neg. dañino, perjudicial τοῖς δὲ νεωτέροις οὐκ ἀ. Gorg.B 11a.32, cf. E.Fr.48, Th.6.33, Pl.Prt.334a, Hp.Ma.284e, X.HG 1.7.27, Cyn.13.11.
II adv. -ῶς inútilmente Arist.EN 1095a5, Plu.2.66c, PLond.908.28, PMasp.151.220 (VI d.C.).

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and the base of ὠφέλιμος; useless or (neuter) inutility: unprofitable(-ness).

English (Thayer)

ἀνωφελές (alpha privative and ὄφελος); from Aeschylus down; unprofitable, useless: διά τό αὐτῆς ἀνωφελές on account of its unprofitableness).

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνωφελής, -οῡς)
1. αυτός που δεν ωφελεί, άχρηστος
2. βλαβερός, επιζήμιος.

Greek Monotonic

ἀνωφελής: -ές (ὠφελέω),
1. μη ωφέλιμος, άχρηστος, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
2. επιβλαβής, βλαπτικός, σε Θουκ.· τινι, σε κάποιον, σε Πλάτ.· επίρρ. -λῶς, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνωφελής: 1) отказывающий в помощи (τότε ἦσθ᾽ ἀ. Eur.);
2) бесполезный, ненужный, напрасный (γόοι Aesch.; τινι Plat., Plut.);
3) пустой, призрачный (σκιά Soph.);
4) негодный, вредный (τινι Thuc., Xen., Plat.).

Middle Liddell

ὠφελέω
1. unprofitable, useless, Aesch., Soph., etc.
2. hurtful, prejudicial, Thuc.; τινι to one, Plat.: adv. -λῶς, Arist.