ἐκπαιδεύω

From LSJ
Revision as of 14:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπαιδεύω Medium diacritics: ἐκπαιδεύω Low diacritics: εκπαιδεύω Capitals: ΕΚΠΑΙΔΕΥΩ
Transliteration A: ekpaideúō Transliteration B: ekpaideuō Transliteration C: ekpaideyo Beta Code: e)kpaideu/w

English (LSJ)

   A bring up from childhood, ib.276 ; train thoroughly, ἐκθρέψαι καὶ ἐ. Pl.Cri. 45d, Luc.Alex.5.    II teach one a thing, τινά τι J.Ap.2.29, D.C. 45.2 ; but,    III ἐ. τινί τι impress on one by education, E.Fr.52.5 (lyr., s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 771] auf-, großziehen, Eur. Cycl. 276; übh. erziehen, unterrichten, καὶ ἐκθρέψαι Plat. Crit. 45, d; τινά τι, Einen in Etwas, D. C. 45, 2; aber τινί τι, Einem Etwas anbilden, Eur. Alex. fr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαιδεύω: ἀνατρέφω ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Εὐρ. Κύκλ. 276· δίδω ἐντελῆ ἐκπαίδευσιν, ἐκπαιδεύω, Πλάτ. Κρίτων 45D· πρβλ. ἐκπιδύομαι. ΙΙ. διδάσκω τινά τι, καὶ πάνθ’ ὅσα προσήκει... ἀκριβῶς ἐξεπαίδευσε Δίων Κ. 45. 2: ἀλλά, ΙΙΙ. ἐκπ. τινί τι, ἐντυπώνω εἰς αὐτὸν διὰ τῆς διδασκαλίας, Λατ. ingenerare, Εὐρ. Ἀποσπ. 53. 5.

French (Bailly abrégé)

élever dès l’enfance ; élever complètement.
Étymologie: ἐκ, παιδεύω.

Spanish (DGE)

1 criar, educar c. ac. de pers. τίς ὑμᾶς ἐξεπαίδευσεν πόλις; E.Cyc.276, ἐκθρέψαι καὶ ἐκπαιδεῦσαι a los jóvenes, Pl.Cri.45d, cf. Luc.Alex.5, LXX Da.1.5.
2 enseñar, instruir en c. ac. de cosa y ac. o dat. de pers. τὴν γραμματικὴν αὐτῷ ἐκπαιδεῦσαι Aesop.306, ἐξεπαίδευσαν ... ἡμᾶς καὶ «μίαν τοῦ θεοῦ λόγου φύσιν σεσαρκωμένην» Pamph.Mon.Solut.6.309, c. ac. de pers. y gen. ἃς ... ἐξεπαίδευσε μυληφάτου a las que instruyó en la molienda del trigo Lyc.577, en v. pas. c. ac. de rel. ἐπεὶ ... ἐξεπαιδευόμην ... τοὺς νόμους τούσδε cuando fui instruido en estas leyes Gr.Thaum.Pan.Or.5.63.

Greek Monolingual

(AM ἐκπαιδεύω)
μορφώνω με τη διδασκαλία και την αγωγή, παρέχω γνώσεις, καλλιεργώ δεξιότητες και προσπαθώ να συμβάλλω στη διάπλαση του χαρακτήρα τών μαθητών
μσν.- νεοελλ.
εξασκώ στη στρατιωτική ζωή
νεοελλ.
εξασκώ με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό («εκπαιδεύω νεοσυλλέκτους, εκπαιδεύω σκύλους κ.λπ.»)
αρχ.
1. ανατρέφω καθοδηγώντας κάποιον από την παιδική του ηλικία ώς τα νεανικά του χρόνια
2. διδάσκω κάποιον κάτι.

Greek Monotonic

ἐκπαιδεύω: μέλ. -σω, ανατρέφω από την παιδική ηλικία, εκπαιδεύω πλήρως, παιδαγωγώ, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπαιδεύω: 1) воспитывать, выращивать (τινά Eur., Plat.);
2) воспитывать, внушать, прививать (ὁμοίαν ἅπασιν ὄψιν Eur.).

Middle Liddell

fut. σω
to bring up from childhood, educate completely, Eur., Plat.