καθάπαξ

From LSJ
Revision as of 14:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθάπαξ Medium diacritics: καθάπαξ Low diacritics: καθάπαξ Capitals: ΚΑΘΑΠΑΞ
Transliteration A: kathápax Transliteration B: kathapax Transliteration C: kathapaks Beta Code: kaqa/pac

English (LSJ)

[ᾰπ], Adv.

   A once for all, Od.21.349, D.18.231, Phld.D.3 Fr.23, Jul.Or.2.70c; out-and-out, absolutely, οἱ κ. ἐχθροί D.18.197; κ. ἄτιμ ος γέγονεν Id.21.87, cf. 25.30; κ. σπουδαῖος, opp. κατά τι, Phld. Po.5.16, cf. Ph.2.6; opp. πρός τι, Archig. ap. Gal.8.626; οἱ κ. μὴ συναπ τόμενοι not at all, Ocell.4.4; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν D.19.118; οὐδὲ κ. not even once, Plb.1.2.6, 1.20.12, etc.; οὐδὲ τὸ κ. S.E.M. 11.97; πάντως δ', οὐ κ. not merely in a single case, Demetr.Lac.Herc. 1055.22; singly, Plb.3.90.2.    II each time,= ἑκάστοτε, PMag.Par.1.326.

German (Pape)

[Seite 1280] ein für allemal, ganz und gar, Od. 21, 349 u. sonst; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν Dem. 19, 118; Folgde; οὐδὲ καθάπαξ, auch nicht einmal, Pol. 1, 2, 6 u. öfter, u. a. Sp.; οὐδὲ τὸ κ. S. Emp. adv. math. 11, 97.

Greek (Liddell-Scott)

καθάπαξ: Ἐπίρρ., ἅπαξ διὰ παντός, Ὀδ. Φ. 349, Δημ. 304. 22· - ἀκολούθως ὡς τὸ ἁπλῶς, ἅπαξ διὰ παντός, «μιὰ φορά», οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ ὁ αὐτ. 294. 11· τοῖς καθάπαξ ἀτίμοις ὁ αὐτ. 779. 6· οὕτω καθ. πέπρακεν ἑαυτὸν 377. 7, πρβλ. 542. 24· - οὐδὲ καθάπαξ, οὐδὲ ἅπαξ, Πολύβ. 1. 2, 6., 20, 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
une fois pour toutes.
Étymologie: κατά, ἅπαξ.

English (Autenrieth)

once for all, Od. 21.349†.

Greek Monolingual

καθάπαξ (AM)
επίρρ.
1. μια για πάντακαθάπαξ τινῶν κύριος κατέστη», Δημοσθ.)
2. γενικώς, απολύτως, ολοσχερώς, πέρα για πέρα («οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ τῆς πόλεως», Δημοσθ.)
3. καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς
4. μεμονωμένα, ιδιαιτέρως («οὐδὲ χωρίζεσθαι καθάπαξ», Πολ.)
5. πάπ. κάθε φορά, εκάστοτε
6. φρ. «οὐδὲ καθάπαξ» — ούτε μία φορά (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἅπαξ «μια φορά»].

Greek Monotonic

καθάπαξ: επίρρ., άπαξ, δια παντός, μια και καλή, σε Ομήρ. Οδ., Δημ.· έπειτα όπως το ἁπλῶς, μια και καλή, για τα καλά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθάπαξ: adv. раз навсегда, совсем, полностью Hom., Dem.: οὐδὲ κ. Polyb. ни одного даже разу; οὐ τὸ κ. Sext. нисколько (не); ἀεὶ κ. Arst. решительно всегда.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθάπαξ [κατά, ἅπαξ] adv., eens en voor al, geheel en al:. καθάπαξ ξείνῳ δόμεναι (de boog) eens en voor al aan de vreemdeling schenken Od. 21.349; οἱ καθάπαξ ἐχθροί de gezworen vijanden Dem. 18.197.

Middle Liddell


once for all, Od., Dem.:—then, like ἁπλῶς, once for all, absolutely, Dem.