τοξοσύνη
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
ἡ,
A bowmanship, archery, Il.13.314, E.Andr.1194 (lyr.).—Poet. word, ἡ τοξική being used in Prose.
German (Pape)
[Seite 1128] ἡ, die Kunst mit dem Bogen zu schießen; Il. 13, 314; ἐπὶ τοξοσύνᾳ φονίῳ Eur. Andr. 1195.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοσύνη: ἡ, ἡ τόξων ἐπιστήμη, ἐμπειρία εἰς τὸ τοξεύειν, Ἰλ. Ν. 314, Εὐρ. Ἀνδρ. 1194· - ποιητικὴ λέξις, ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ λέγεται τοξική, ἡ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
habileté à tirer de l’arc.
Étymologie: τόξον.
English (Autenrieth)
archery, Il. 13.314†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η τέχνη του να τοξεύει κανείς, η ικανότητα στην τόξευση («ὃς ἄριστος τοξοσύνῃ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. -σύνη].
Greek Monotonic
τοξοσύνη: ἡ, επιστήμη, γνώση των τόξων, εμπειρία στην τοξοβολία, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τοξοσύνη: (ῠ) ἡ искусство стрельбы из лука Hom., Eur.