ἀνακοντίζω

From LSJ
Revision as of 15:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰκοντίζω Medium diacritics: ἀνακοντίζω Low diacritics: ανακοντίζω Capitals: ΑΝΑΚΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: anakontízō Transliteration B: anakontizō Transliteration C: anakontizo Beta Code: a)nakonti/zw

English (LSJ)

intr.,

   A dart or shoot up, αἷμα δ' ἀνηκόντιζε Il.5.113; so of water, Hdt.4.181.    2 causal, θαλασσίους αὔρας Callistr.Stat.14.

German (Pape)

[Seite 193] herausschleudern, nur intrans.; αἷμα, das Blut spritzt hervor, Il. 5, 113; ὕδωρ, das Wasser sprudelt auf, Her. 4, 181.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰκοντίζω: ἀμετάβ., ἀνορμῶ, ἀναπηδῶ, τινάσσομαι πρὸς τὰ ἄνω δίκην ἀκοντίου, αἷμα δ’ ἀνηκόντιζε Ἰλ. Ε. 113: οὕτως ἐπὶ ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 181. 2) ἐνεργητικῶς, Φιλόστρ. 906.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀνηκόντιζον;
s’élancer comme un trait, se précipiter.
Étymologie: ἀνά, ἀκοντίζω.

English (Autenrieth)

shoot up or forth, of blood, Il. 5.113†.

Spanish (DGE)

1 intr. saltar en chorro o surtidor αἷμα δ' ἀνηκόντιζε διὰ στρεπτοῖο χιτῶνος Il.5.113, de agua, Hdt.4.181.
2 tr. lanzar θαλασσίους αὔρας Callistr.14.3, cf. Nonn.Par.Eu.Io.21.8.
3 fig. apuntar, referirse εἰς Χριστὸν ἀνηκόντισε τὰ κατὰ τὸν Ἀδάμ Meth.Symp.3.8 (p.35.9).

Greek Monolingual

ἀνακοντίζω (Α)
1. τινάζομαι προς τα επάνω, ξεπετάγομαι, αναβλύζω
2. (μεταγενέστερα με ενεργητική σημασία) εξακοντίζω, εκτινάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀκοντίζω.

Greek Monotonic

ἀνᾰκοντίζω: μέλ. -σω, αμτβ., εξακοντίζω ή βάλλω, χτυπώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακοντίζω: досл. пускаться стрелой, перен. устремляться вверх, бить ключом (αἷμα ἀνηκόντιζε Hom.; ὕδωρ ἀνακοντίζει Her.).

Middle Liddell


intr., to dart or shoot up, Il., Hdt.