ἀντιπαρέχω
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
A furnish or supply in turn, Th. 6.21:—also in Med., X.Hier.7.12; supply mutual need, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP9.12 (Leon.). 2 cause in return, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα D.21.123.
German (Pape)
[Seite 257] (s. ἔχω), dagegen darreichen, wiedergeben, ersetzen, Thuc. 6, 21; Xen. Hier. 7, 12; Sp. auch im med., z. B. Leon. Al. 34 (IX, 12).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρέχω: παρέχω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Θουκ. 6. 21· ὡσαύτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 7. 12, Ἀνθ. Π. 9. 12. 2) προξενῶ τι καὶ αὐτὸς ἐξ ἄλλου, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα μισθώσασθαι Δημ. 555. 12.
French (Bailly abrégé)
1 fournir de son côté ou en échange;
2 être en retour cause de, acc..
Étymologie: ἀντί, παρέχω.
Spanish (DGE)
1 proporcionar a su vez, ofrecer a cambio o en compensación c. ac. de cosa ἱππικόν Th.6.21, πράγματα D.21.123, ἀσφαλῆ τὴν ἄνοδον D.C.74.7.4, ὅμοια Luc.Am.27, cf. Phalar.Ep.20, tb. en v. med. ἱκανὰς ψυχάς X.Hier.7.12, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP 9.12 (Leon.).
2 c. ac. de pers. retener en compensación αὐτόν de un niño BGU 1125.8 (I a.C.), PFouad 37.6 (I d.C.).
Greek Monolingual
(Α ἀντιπαρέχω)
παρέχω με τη σειρά μου, ανταποδίδω
αρχ.
φρ. «ἀντιπαρέχω πράγματα» — δημιουργώ κι εγώ προβλήματα σε κάποιον.
Greek Monotonic
ἀντιπαρέχω: μέλ. -ξω, παρέχω με τη σειρά μου, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.· ἀντ. πράγματα, προκαλώ πρόβλημα ως ανταπόδοση, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπαρέχω: тж. med. доставлять в свою очередь или взамен (τί τινι Thuc., Xen., Dem., Anth.).
Middle Liddell
to supply in turn, Thuc.:—Mid., Xen.; ἀντ. πράγματα to cause trouble in return, Dem.