ἠπεροπεύς
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
έως, Ep. ῆος, ὁ,
A = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ' ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Od.11.364; of Bacchus, AP9.524.8; of dreams, A.R.3.617.
German (Pape)
[Seite 1174] ὁ, Betrüger, Beschwatzer, Od. 11, 363; ὄνειροι Ap. Rh. 3, 617; auch Dionysos, Anth. IX, 524, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπεροπεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ᾿ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Ὀδ. Λ. 364· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524· ἐπὶ ὀνείρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 617. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν λέξ. ὡς σύνθετον ἠπεροπεύς, ὧν τὸ μὲν ἠπὲρ εἶνε = τῷ Σανσκρ. apar-a, Γοτθ. afar (ἐκ τοῦ api, af = ἀπό), ἄλλως, διαφόρως, καὶ ὀπεὺς (*ἔπω, ὁμιλῶν).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
trompeur.
Étymologie: th. ἠπερο = skr. apara « autre, différent », et R. Ϝεπ, parler, cf. ἔπος, εἰπεῖν : « qui parle autrement qu’il ne pense ».
English (Autenrieth)
ῆος, and ἠπεροπευτής, deceiver, seducer, Od. 11.364 †. Il. 3.39 and Il. 13.769.
Greek Monolingual
ἠπεροπεύς, (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α)
ηπεροπευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο].
Greek Monotonic
ἠπεροπεύς: -έως, Επικ. -ῆος, απατεώνας, εξαπατητής, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἠπεροπεύς: έως, эп. ῆος ὁ обманщик, притворщик, обольститель (ἠ. καὶ ἐπίκλοπος Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: cheat, deceiver (λ 364, A. R. 3, 617, AP 9, 524, 8), -ηΐς f. [Hom.] ap. Str. 1, 2, 4.
Derivatives: With ἠπεροπεύω, only present-stem cheat, deceive (Hom., Hes.) with ἠπεροπευτής (only voc. -τά Γ 39 = Ν 768, h. Merc. 282 u. a.; on the formation Fraenkel Nom. ag. 1, 20f., 2, 34) and ἠπερόπευμα (Critias).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Because of the rarity of the attestations one is prepared to accept, with Boßhardt Die Nomina auf -ευς 26 that ἠπεροπεύς is a retrograde deriv. of ἠπεροπεύω. Basic *ἠπερ-οψ, *ἠπερ-οπός, -ή has got many explanations: Skt. ápara- more behind, other (Curtius 263, Prellwitz BB 22, 112); Lat. sapiō (Solmsen KZ 42, 233 n. 1); Gr. ἤπιος (L. Meyer 1, 609); ἀπάτη (Kuiper Glotta 21, 283f.; vgl. s. v.). Kuiper's connection with ἀπατ-άω is most attractive. There is no good IE etymology, so a loan, i.e. a Pre-Greek word, is quite possible (thus DELG).
Middle Liddell
ἠπεροπεύς, έως,
a cheat, deceiver, cozener, Od., Anth. [deriv. uncertain]