ἱκανότης
μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε → call no man happy until he dies, call no man happy till he dies, it ain't over till the fat lady sings, the opera ain't over till the fat lady sings, count no man happy until he is dead, it's not over till it's over, count no man blessed before his end
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A sufficiency, fitness, Id.Ly.215a. II a sufficiency, παίδων Id.Lg.930c.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκανότης: -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἱκανός, ἁρμόδιος, πρόσφορος, Πλάτ. Λῦσ. 215Α. ΙΙ. ἐπάρκεια, ἐπαρκὴς ἀριθμός, παίδων δὲ ἱκανότης ἀκριβὴς ἄρρην καὶ θήλεια ἔστω τῷ νόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930C.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
suffisance :
1 quantité ou longueur suffisante;
2 aptitude, capacité.
Étymologie: ἱκανός.
English (Strong)
from ἱκανός; ability: sufficiency.
English (Thayer)
ἱκανητος, ἡ, sufficiency, ability or competency to do a thing: Plato, Lysias (p. 215. a.) quoted in Pollux; (others).)
Greek Monotonic
ἱκᾰνότης: -ητος, ἡ,
I. επάρκεια, αρμοδιότητα, καταλληλότητα, σε Πλάτ.
II. ικανότητα, επαρκής αριθμός, παροχή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἱκᾰνότης: ητος (ῐ) ἡ
1) достаточное количество (παίδων Plat.);
2) достаточность, (при)годность, способность, сила (ἱ. ἡμῶν ἐκ τοῦ θεοῦ NT): οὐδενὸς δεόμενος κατὰ τὴν ἵκανότητα Plat. ни в чем не нуждающийся в силу (своей) достаточности.
Middle Liddell
ἱκᾰνότης, ητος, [from ἱ˘κᾰνός]
I. sufficiency, fitness, Plat.
II. a sufficiency, sufficient supply, Plat.