ἰξοβόλος

From LSJ
Revision as of 23:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοβόλος Medium diacritics: ἰξοβόλος Low diacritics: ιξοβόλος Capitals: ΙΞΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ixobólos Transliteration B: ixobolos Transliteration C: iksovolos Beta Code: i)cobo/los

English (LSJ)

ον,

   A setting limed twigs: as Subst., fowler, Man. 4.243.

German (Pape)

[Seite 1255] Leimruthen auslegend, ὁ, der Vogelsteller, Man. 4, 243.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, τοποθετῶν ἰξευτικοὺς καλάμους: ― ὡς οὐσιαστ., ὀρνιθοθήρας, Μανέθων 4. 243.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur à la glu, oiseleur.
Étymologie: ἰξός, βάλλω.

Greek Monolingual

ἰξοβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια
2. το αρσ. ως ουσ. ἰξοβόλος
ο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + -βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκο-βόλος, ιο-βόλος.

Greek Monotonic

ἰξοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που συλλαμβάνει κάτι τοποθετώντας ιξευτικά καλάμια.

Middle Liddell

ἰξο-βόλος, ον βάλλω
setting limed twigs.