θηριωδία
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
ἡ,= θηριότης, v.l. in Arist.EN1145a24, cf. Sch.E.Or.518 (written θηρῐ-ώδεια Asp.in EN130.7).
German (Pape)
[Seite 1210] ἡ, = θηριότης, Sp. Bei Ar. Eth. 7, 1, 2 ist die bessere Lesart θηριώδει.
Greek (Liddell-Scott)
θηριωδία: ἡ, = θηριότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2 (Bekk. θηριώδει).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
férocité, bestialité.
Étymologie: θηριώδης.
Greek Monolingual
η (ΑΜ θηριωδία) θηριώδης
σκληρότητα, ασπλαχνία, απανθρωπιά, ωμότητα, κτηνωδία.
Greek Monotonic
θηρῐωδία: ἡ, = θηριότης, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
θηριωδία: ἡ, v. l. θηριώδει Arst. = θηριῶδες.